ἀποδρομή: Difference between revisions
From LSJ
μὴ περιρέμβου ζητοῦσα θεόν → do not roam about looking for god
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=a)podromh/ | |Beta Code=a)podromh/ | ||
|Definition=ἡ, [[harbour of refuge]], [[σκάφαις]] dub. in <span class="title">Peripl.M.Rubr.</span> 3. | |Definition=ἡ, [[harbour of refuge]], [[σκάφαις]] dub. in <span class="title">Peripl.M.Rubr.</span> 3. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ῆς, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[puerto de poco calado]], [[refugio]] σκάφαις <i>Peripl.M.Rubri</i> 3.<br /><b class="num">2</b> [[huída]] fig. τὴν ἀχάλινον ἀποδρομὴν ... εἰς ... ἐπιθυμίας Cyr.Al.M.68.381C. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποδρομή''': ἡ, ([[δραμεῖν]]) τὸ ἀποτρέχειν, [[παρέκκλισις]], [[ἀποπλάνησις]] ἐκ τῆς εὐθείας ὁδοῦ, Κύριλλ. Ἀλ. τ. 2. σ. 493. | |lstext='''ἀποδρομή''': ἡ, ([[δραμεῖν]]) τὸ ἀποτρέχειν, [[παρέκκλισις]], [[ἀποπλάνησις]] ἐκ τῆς εὐθείας ὁδοῦ, Κύριλλ. Ἀλ. τ. 2. σ. 493. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀποδρομή]], η (Μ) [[δρομή]]<br />η [[παρέκκλιση]] από την [[ευθεία]] οδό<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>επίρρ.</b> <i>απόδρομο</i> και <i>απόδρομα</i><br />[[μακριά]] από τον δρόμο. | |mltxt=[[ἀποδρομή]], η (Μ) [[δρομή]]<br />η [[παρέκκλιση]] από την [[ευθεία]] οδό<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>επίρρ.</b> <i>απόδρομο</i> και <i>απόδρομα</i><br />[[μακριά]] από τον δρόμο. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:45, 1 October 2022
English (LSJ)
ἡ, harbour of refuge, σκάφαις dub. in Peripl.M.Rubr. 3.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
1 puerto de poco calado, refugio σκάφαις Peripl.M.Rubri 3.
2 huída fig. τὴν ἀχάλινον ἀποδρομὴν ... εἰς ... ἐπιθυμίας Cyr.Al.M.68.381C.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποδρομή: ἡ, (δραμεῖν) τὸ ἀποτρέχειν, παρέκκλισις, ἀποπλάνησις ἐκ τῆς εὐθείας ὁδοῦ, Κύριλλ. Ἀλ. τ. 2. σ. 493.
Greek Monolingual
ἀποδρομή, η (Μ) δρομή
η παρέκκλιση από την ευθεία οδό
νεοελλ.
επίρρ. απόδρομο και απόδρομα
μακριά από τον δρόμο.