ἀπελάτης: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆθι προσεχόντως ὡς μακρὰν ἐγγὺς βλέπων → Ne temere vivas: specta longa et proxima → Pass auf im Leben: blick auf das, was fern und nah

Menander, Monostichoi, 191
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)pela/ths
|Beta Code=a)pela/ths
|Definition=[λᾰ], ου, δ, [[driver away]], [[cattle-lifter]], <span class="bibl">Ptol.<span class="title">Tetr.</span>180</span>, <span class="bibl">Just. <span class="title">Nov.</span>22.15.1</span>.
|Definition=[λᾰ], ου, δ, [[driver away]], [[cattle-lifter]], <span class="bibl">Ptol.<span class="title">Tetr.</span>180</span>, <span class="bibl">Just. <span class="title">Nov.</span>22.15.1</span>.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ [[cuatrero]], [[bandido]] Ptol.<i>Tetr</i>.4.4.7, Iust.<i>Nou</i>.22.15.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπελάτης''': -ου, ὁ, ὁ ἀπελαύνων, κλέπτων ζῷα, «[[ἀπελάτης]] [[κυρίως]] λέγεται [[ὅστις]] θρέμματα ἀπὸ βοσκῆς ἢ βουκολίων ἀποσύρει» κτλ. Γλωσσ. νομ. Λαββαίου.
|lstext='''ἀπελάτης''': -ου, ὁ, ὁ ἀπελαύνων, κλέπτων ζῷα, «[[ἀπελάτης]] [[κυρίως]] λέγεται [[ὅστις]] θρέμματα ἀπὸ βοσκῆς ἢ βουκολίων ἀποσύρει» κτλ. Γλωσσ. νομ. Λαββαίου.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ [[cuatrero]], [[bandido]] Ptol.<i>Tetr</i>.4.4.7, Iust.<i>Nou</i>.22.15.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[ἀπελάτης]]) [[απελαύνω]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[πολεμιστής]] στα [[σύνορα]] του βυζαντινού κράτους<br /><b>2.</b> [[γενναίος]] [[πολεμιστής]], [[αγωνιστής]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />ζωοκλέφτης.
|mltxt=ο (AM [[ἀπελάτης]]) [[απελαύνω]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[πολεμιστής]] στα [[σύνορα]] του βυζαντινού κράτους<br /><b>2.</b> [[γενναίος]] [[πολεμιστής]], [[αγωνιστής]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />ζωοκλέφτης.
}}
}}

Revision as of 13:50, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπελάτης Medium diacritics: ἀπελάτης Low diacritics: απελάτης Capitals: ΑΠΕΛΑΤΗΣ
Transliteration A: apelátēs Transliteration B: apelatēs Transliteration C: apelatis Beta Code: a)pela/ths

English (LSJ)

[λᾰ], ου, δ, driver away, cattle-lifter, Ptol.Tetr.180, Just. Nov.22.15.1.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ cuatrero, bandido Ptol.Tetr.4.4.7, Iust.Nou.22.15.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπελάτης: -ου, ὁ, ὁ ἀπελαύνων, κλέπτων ζῷα, «ἀπελάτης κυρίως λέγεται ὅστις θρέμματα ἀπὸ βοσκῆς ἢ βουκολίων ἀποσύρει» κτλ. Γλωσσ. νομ. Λαββαίου.

Greek Monolingual

ο (AM ἀπελάτης) απελαύνω
μσν.- νεοελλ.
1. πολεμιστής στα σύνορα του βυζαντινού κράτους
2. γενναίος πολεμιστής, αγωνιστής
αρχ.-μσν.
ζωοκλέφτης.