ἀσκέπαστος: Difference between revisions
τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=a)ske/pastos | |Beta Code=a)ske/pastos | ||
|Definition=ον, [[uncovered]], Dsc.5.114, Antyll. ap. <span class="bibl">Orib.6.23.10</span>, <span class="title">Gp.</span> 7.19.3, <span class="bibl"><span class="title">PLond.</span>5.1722</span> (vi A. D.). | |Definition=ον, [[uncovered]], Dsc.5.114, Antyll. ap. <span class="bibl">Orib.6.23.10</span>, <span class="title">Gp.</span> 7.19.3, <span class="bibl"><span class="title">PLond.</span>5.1722</span> (vi A. D.). | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br />[[descubierto]], [[sin protección]] de una planta medicinal, Dsc.5.114, τὸ φορεῖον Antyll. en Orib.6.23.10, μηδὲν Gal.18(1).540<br /><b class="num">•</b>[[destapado]] πίθοι <i>Gp</i>.7.19.3<br /><b class="num">•</b>[[que tiene lugar al aire libre]] συμπόσια <i>PLond</i>.1722.22 (VI d.C.). | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀσκέπαστος''': ον ὁ μὴ ἐσκεπασμένος, Διοσκ. 5. 132· - [[ὡσαύτως]] ἀσκεπής, ές, Ἀνθ. ΙΙ. 5. 260: - καὶ ἄσκεπος, ον, Ψευδ-Λουκ. Φιλόπατρ. 21. | |lstext='''ἀσκέπαστος''': ον ὁ μὴ ἐσκεπασμένος, Διοσκ. 5. 132· - [[ὡσαύτως]] ἀσκεπής, ές, Ἀνθ. ΙΙ. 5. 260: - καὶ ἄσκεπος, ον, Ψευδ-Λουκ. Φιλόπατρ. 21. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Μ [[ἀσκέπαστος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει [[σκεπή]] ή [[σκέπασμα]], ο [[ακάλυπτος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που έχει ακάλυπτο το [[κεφάλι]] του<br /><b>2.</b> ο [[απροστάτευτος]]<br /><b>3.</b> [[εκείνος]] που λέγεται [[χωρίς]] [[προσπάθεια]] συγκάλυψης, απροκάλυπτα («τ' ασκέπαστα [[λόγια]] του Αριστοφάνη»). | |mltxt=-η, -ο (Μ [[ἀσκέπαστος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει [[σκεπή]] ή [[σκέπασμα]], ο [[ακάλυπτος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που έχει ακάλυπτο το [[κεφάλι]] του<br /><b>2.</b> ο [[απροστάτευτος]]<br /><b>3.</b> [[εκείνος]] που λέγεται [[χωρίς]] [[προσπάθεια]] συγκάλυψης, απροκάλυπτα («τ' ασκέπαστα [[λόγια]] του Αριστοφάνη»). | ||
}} | }} |
Revision as of 14:49, 1 October 2022
English (LSJ)
ον, uncovered, Dsc.5.114, Antyll. ap. Orib.6.23.10, Gp. 7.19.3, PLond.5.1722 (vi A. D.).
Spanish (DGE)
-ον
descubierto, sin protección de una planta medicinal, Dsc.5.114, τὸ φορεῖον Antyll. en Orib.6.23.10, μηδὲν Gal.18(1).540
•destapado πίθοι Gp.7.19.3
•que tiene lugar al aire libre συμπόσια PLond.1722.22 (VI d.C.).
German (Pape)
[Seite 371] unbedeckt, Sp., z. B. Geop.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσκέπαστος: ον ὁ μὴ ἐσκεπασμένος, Διοσκ. 5. 132· - ὡσαύτως ἀσκεπής, ές, Ἀνθ. ΙΙ. 5. 260: - καὶ ἄσκεπος, ον, Ψευδ-Λουκ. Φιλόπατρ. 21.
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἀσκέπαστος, -ον)
αυτός που δεν έχει σκεπή ή σκέπασμα, ο ακάλυπτος
νεοελλ.
1. εκείνος που έχει ακάλυπτο το κεφάλι του
2. ο απροστάτευτος
3. εκείνος που λέγεται χωρίς προσπάθεια συγκάλυψης, απροκάλυπτα («τ' ασκέπαστα λόγια του Αριστοφάνη»).