ἀστεροφεγγής: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=a)sterofeggh/s | |Beta Code=a)sterofeggh/s | ||
|Definition=ές, [[shining with stars]], αἰθήρ <span class="bibl">Orph.<span class="title">H.</span>5.5</span>; [[νύξ]] ib.<span class="bibl">3.3</span>. | |Definition=ές, [[shining with stars]], αἰθήρ <span class="bibl">Orph.<span class="title">H.</span>5.5</span>; [[νύξ]] ib.<span class="bibl">3.3</span>. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ές<br />[[brillante de estrellas]] νύξ <i>IG</i> 10(2).108.3 (II a.C.), cf. Orph.<i>H</i>.3.3, [[αἰθήρ]] Orph.<i>H</i>.5.5, κύκλος (Ὀλύμπου) Nonn.<i>D</i>.1.465, cf. 33.371. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀστεροφεγγής''': -ές, ὁ διὰ τῶν ἀστέρων φέγγων, Ὀρφ. Ὕμν. 2. 3 καὶ 4. 4˙ [[ὡσαύτως]] -φᾰνής, ές, Νικ. Δαβ. παράφρ. Γρηγ. Ναζ. σ. 75. 20. | |lstext='''ἀστεροφεγγής''': -ές, ὁ διὰ τῶν ἀστέρων φέγγων, Ὀρφ. Ὕμν. 2. 3 καὶ 4. 4˙ [[ὡσαύτως]] -φᾰνής, ές, Νικ. Δαβ. παράφρ. Γρηγ. Ναζ. σ. 75. 20. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀστεροφεγγής]], -ές (Α)<br />αυτός που καταυγάζεται από το φως των άστρων. | |mltxt=[[ἀστεροφεγγής]], -ές (Α)<br />αυτός που καταυγάζεται από το φως των άστρων. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:50, 1 October 2022
English (LSJ)
ές, shining with stars, αἰθήρ Orph.H.5.5; νύξ ib.3.3.
Spanish (DGE)
-ές
brillante de estrellas νύξ IG 10(2).108.3 (II a.C.), cf. Orph.H.3.3, αἰθήρ Orph.H.5.5, κύκλος (Ὀλύμπου) Nonn.D.1.465, cf. 33.371.
German (Pape)
[Seite 375] ές, sternglänzend, Orph. H. 3; Nonn. D. 1, 463.
Greek (Liddell-Scott)
ἀστεροφεγγής: -ές, ὁ διὰ τῶν ἀστέρων φέγγων, Ὀρφ. Ὕμν. 2. 3 καὶ 4. 4˙ ὡσαύτως -φᾰνής, ές, Νικ. Δαβ. παράφρ. Γρηγ. Ναζ. σ. 75. 20.
Greek Monolingual
ἀστεροφεγγής, -ές (Α)
αυτός που καταυγάζεται από το φως των άστρων.