ἁλιβαφής: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας → And having made a whip out of cords he drove all from the temple sheep and cattle

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a(libafh/s
|Beta Code=a(libafh/s
|Definition=ές, = [[ἁλίβαπτος]], πολύδονα σώμαθ' ἁλιβαφῆ restored in <span class="bibl">A.<span class="title">Pers.</span>275</span> (lyr.) for <b class="b3">ἁλίδονα σώματα πολυβαφῆ</b>.
|Definition=ές, = [[ἁλίβαπτος]], πολύδονα σώμαθ' ἁλιβαφῆ restored in <span class="bibl">A.<span class="title">Pers.</span>275</span> (lyr.) for <b class="b3">ἁλίδονα σώματα πολυβαφῆ</b>.
}}
{{DGE
|dgtxt=(ἁλῐβᾰφής) -ές<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br />[[bañado por el mar]] σώματα A.<i>Pers</i>.275 (var., cf. πολυβαφής).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἁλιβᾰφής''': -ές, = [[ἁλίβαπτος]], πολύδονα σώμαθ᾿ ἁλιβαφῆ, ἐκ διορθώσεως ἐν Αἰσχύλ. Πέρς. 275 (λυρ.), ἀντὶ ἁλίδονα σώμ. πολυβαφῆ.
|lstext='''ἁλιβᾰφής''': -ές, = [[ἁλίβαπτος]], πολύδονα σώμαθ᾿ ἁλιβαφῆ, ἐκ διορθώσεως ἐν Αἰσχύλ. Πέρς. 275 (λυρ.), ἀντὶ ἁλίδονα σώμ. πολυβαφῆ.
}}
{{DGE
|dgtxt=(ἁλῐβᾰφής) -ές<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br />[[bañado por el mar]] σώματα A.<i>Pers</i>.275 (var., cf. πολυβαφής).
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 15:30, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁλιβᾰφής Medium diacritics: ἁλιβαφής Low diacritics: αλιβαφής Capitals: ΑΛΙΒΑΦΗΣ
Transliteration A: halibaphḗs Transliteration B: halibaphēs Transliteration C: alivafis Beta Code: a(libafh/s

English (LSJ)

ές, = ἁλίβαπτος, πολύδονα σώμαθ' ἁλιβαφῆ restored in A.Pers.275 (lyr.) for ἁλίδονα σώματα πολυβαφῆ.

Spanish (DGE)

(ἁλῐβᾰφής) -ές
• Prosodia: [ᾰ-]
bañado por el mar σώματα A.Pers.275 (var., cf. πολυβαφής).

Greek (Liddell-Scott)

ἁλιβᾰφής: -ές, = ἁλίβαπτος, πολύδονα σώμαθ᾿ ἁλιβαφῆ, ἐκ διορθώσεως ἐν Αἰσχύλ. Πέρς. 275 (λυρ.), ἀντὶ ἁλίδονα σώμ. πολυβαφῆ.

Greek Monolingual

ἁλιβαφής, -ὲς (Α)
ο ἁλίβαπτος.

Russian (Dvoretsky)

ἁλιβᾰφής: погрузившийся в море (σώματα Aesch. - v.l. к πολυβαφής).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἁλιβαφής -ές ἅλς, βάπτω ondergedompeld in de zee.