ἐκτορμέω: Difference between revisions

From LSJ

τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=e)ktorme/w
|Beta Code=e)ktorme/w
|Definition=(τόρμη) [[turn from the way]], Paus.Gr.<span class="title">Fr.</span>310.
|Definition=(τόρμη) [[turn from the way]], Paus.Gr.<span class="title">Fr.</span>310.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[salirse del camino]], [[extraviarse]] ἐκτορμεῖν· τὸ τοῦ καθήκοντος δρόμου ἐκβαίνειν Paus.Gr.ε 29, cf. Eust.598.26.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκτορμέω''': (τόρμη) [[ἐξέρχομαι]] τῆς ὁδοῦ, παραστρατίζω, λοξοδρομῶ, Παυσ. παρ’ Εὐστ. 598. 26.
|lstext='''ἐκτορμέω''': (τόρμη) [[ἐξέρχομαι]] τῆς ὁδοῦ, παραστρατίζω, λοξοδρομῶ, Παυσ. παρ’ Εὐστ. 598. 26.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[salirse del camino]], [[extraviarse]] ἐκτορμεῖν· τὸ τοῦ καθήκοντος δρόμου ἐκβαίνειν Paus.Gr.ε 29, cf. Eust.598.26.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐκτορμέω]] (Α)<br />[[βγαίνω]] από τον δρόμο μου, [[λοξοδρομώ]], [[παραστρατίζω]], [[βγαίνω]] από τον ίσιο δρόμο.
|mltxt=[[ἐκτορμέω]] (Α)<br />[[βγαίνω]] από τον δρόμο μου, [[λοξοδρομώ]], [[παραστρατίζω]], [[βγαίνω]] από τον ίσιο δρόμο.
}}
}}

Revision as of 15:40, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκτορμέω Medium diacritics: ἐκτορμέω Low diacritics: εκτορμέω Capitals: ΕΚΤΟΡΜΕΩ
Transliteration A: ektorméō Transliteration B: ektormeō Transliteration C: ektormeo Beta Code: e)ktorme/w

English (LSJ)

(τόρμη) turn from the way, Paus.Gr.Fr.310.

Spanish (DGE)

salirse del camino, extraviarse ἐκτορμεῖν· τὸ τοῦ καθήκοντος δρόμου ἐκβαίνειν Paus.Gr.ε 29, cf. Eust.598.26.

German (Pape)

[Seite 782] (τορμή), vom geraden Wege abschweifen, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκτορμέω: (τόρμη) ἐξέρχομαι τῆς ὁδοῦ, παραστρατίζω, λοξοδρομῶ, Παυσ. παρ’ Εὐστ. 598. 26.

Greek Monolingual

ἐκτορμέω (Α)
βγαίνω από τον δρόμο μου, λοξοδρομώ, παραστρατίζω, βγαίνω από τον ίσιο δρόμο.