ἐξάνοιξις: Difference between revisions

From LSJ

φύγωμεν οὖν τὴν συνήθειαν ... ἄγχει τὸν ἄνθρωπον, τῆς ἀληθείας ἀποτρέπει → so let's stay away from the habitual ... it strangles us, turns us away from the truth

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=e)ca/noicis
|Beta Code=e)ca/noicis
|Definition=εως, ἡ, [[opening]], <span class="bibl">Str.16.1.10</span>.
|Definition=εως, ἡ, [[opening]], <span class="bibl">Str.16.1.10</span>.
}}
{{DGE
|dgtxt=-εως, ἡ [[apertura]] ἐ. τῶν στομάτων de los canales, Str.16.1.10.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξάνοιξις''': -εως, τὸ ἀνοίγειν τι [[ὅπερ]] ἐκλείσθη, τῇ ἐξανοίξει τῶν στομάτων (τῶν διωρύχων) Στράβ. 740.
|lstext='''ἐξάνοιξις''': -εως, τὸ ἀνοίγειν τι [[ὅπερ]] ἐκλείσθη, τῇ ἐξανοίξει τῶν στομάτων (τῶν διωρύχων) Στράβ. 740.
}}
{{DGE
|dgtxt=-εως, ἡ [[apertura]] ἐ. τῶν στομάτων de los canales, Str.16.1.10.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐξάνοιξις]], η (Α) [[εξανοίγω]]<br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[εξανοίγω]], το πλήρες [[άνοιγμα]], το να σχηματίζει [[κάποιος]] διέξοδο.
|mltxt=[[ἐξάνοιξις]], η (Α) [[εξανοίγω]]<br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[εξανοίγω]], το πλήρες [[άνοιγμα]], το να σχηματίζει [[κάποιος]] διέξοδο.
}}
}}

Revision as of 15:57, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξάνοιξις Medium diacritics: ἐξάνοιξις Low diacritics: εξάνοιξις Capitals: ΕΞΑΝΟΙΞΙΣ
Transliteration A: exánoixis Transliteration B: exanoixis Transliteration C: eksanoiksis Beta Code: e)ca/noicis

English (LSJ)

εως, ἡ, opening, Str.16.1.10.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ apertura ἐ. τῶν στομάτων de los canales, Str.16.1.10.

German (Pape)

[Seite 870] ἡ, die Eröffnung, τῶν στομάτων Strab. XVI, 740.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξάνοιξις: -εως, τὸ ἀνοίγειν τι ὅπερ ἐκλείσθη, τῇ ἐξανοίξει τῶν στομάτων (τῶν διωρύχων) Στράβ. 740.

Greek Monolingual

ἐξάνοιξις, η (Α) εξανοίγω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του εξανοίγω, το πλήρες άνοιγμα, το να σχηματίζει κάποιος διέξοδο.