ἐνσώματος: Difference between revisions
Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=e)nsw/matos | |Beta Code=e)nsw/matos | ||
|Definition=ον, [[corporeal]], opp. [[ἀσώματος]], <span class="bibl">Ph.1.43</span>. | |Definition=ον, [[corporeal]], opp. [[ἀσώματος]], <span class="bibl">Ph.1.43</span>. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[corpóreo]] op. [[ἀσώματος]] Ph.1.43.<br /><b class="num">2</b> crist. [[encarnado]], [[hecho carne]] de [[Cristo]] ἡ ἐ. παρουσία τοῦ Σωτῆρος Ath.Al.M.26.124A, cf. Epiph.Const.<i>Haer</i>.69.64.5, Cyr.Al.<i>Chr.Un</i>.769b, [[βίος]] Cyr.Al.<i>Luc</i>.1.312.2, Περὶ ἐνσωμάτου θεοῦ tít. de una obra de Melitón, Eus.<i>HE</i> 4.26.2.<br /><b class="num">3</b> [[corporal]], [[propio del cuerpo]] οὐσία op. [[ἔννους]] y [[ἔμψυχος]] Porph.<i>ad Il</i>.113.14, [[ἁμαρτία]] Clem.Al.<i>Strom</i>.4.25.158, φύσις Gr.Nyss.<i>Eun</i>.2.207, ζωή Cyr.Al.M.68.1017A. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐνσώμᾰτος''': -ον, ὁ, ὁ ἔχων [[σῶμα]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ἀσώματος]], Φίλων 1. 43, 13. ΙΙ. ὁ ἐν σώματι, ὁ ἐν σαρκί, ἐνσώματον παρουσίαν τοῦ σωτῆρος Ἀθαν. κατὰ Ἀρειαν. τ. 2, σ. 360. | |lstext='''ἐνσώμᾰτος''': -ον, ὁ, ὁ ἔχων [[σῶμα]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ἀσώματος]], Φίλων 1. 43, 13. ΙΙ. ὁ ἐν σώματι, ὁ ἐν σαρκί, ἐνσώματον παρουσίαν τοῦ σωτῆρος Ἀθαν. κατὰ Ἀρειαν. τ. 2, σ. 360. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἐνσώματος]], -ον) [[ενσωματώ]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[σώμα]], [[ένσαρκος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «ενσώματο [[πράγμα]]» — [[κάθε]] περιουσιακό [[στοιχείο]] που έχει συγκεκριμένη [[υπόσταση]], που [[είναι]] υπαρκτό ως [[πράγμα]]. | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἐνσώματος]], -ον) [[ενσωματώ]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[σώμα]], [[ένσαρκος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «ενσώματο [[πράγμα]]» — [[κάθε]] περιουσιακό [[στοιχείο]] που έχει συγκεκριμένη [[υπόσταση]], που [[είναι]] υπαρκτό ως [[πράγμα]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:00, 1 October 2022
English (LSJ)
ον, corporeal, opp. ἀσώματος, Ph.1.43.
Spanish (DGE)
-ον
1 corpóreo op. ἀσώματος Ph.1.43.
2 crist. encarnado, hecho carne de Cristo ἡ ἐ. παρουσία τοῦ Σωτῆρος Ath.Al.M.26.124A, cf. Epiph.Const.Haer.69.64.5, Cyr.Al.Chr.Un.769b, βίος Cyr.Al.Luc.1.312.2, Περὶ ἐνσωμάτου θεοῦ tít. de una obra de Melitón, Eus.HE 4.26.2.
3 corporal, propio del cuerpo οὐσία op. ἔννους y ἔμψυχος Porph.ad Il.113.14, ἁμαρτία Clem.Al.Strom.4.25.158, φύσις Gr.Nyss.Eun.2.207, ζωή Cyr.Al.M.68.1017A.
German (Pape)
[Seite 853] eingekörpert, körperlich, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνσώμᾰτος: -ον, ὁ, ὁ ἔχων σῶμα, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀσώματος, Φίλων 1. 43, 13. ΙΙ. ὁ ἐν σώματι, ὁ ἐν σαρκί, ἐνσώματον παρουσίαν τοῦ σωτῆρος Ἀθαν. κατὰ Ἀρειαν. τ. 2, σ. 360.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἐνσώματος, -ον) ενσωματώ
1. αυτός που έχει σώμα, ένσαρκος
νεοελλ.
φρ. «ενσώματο πράγμα» — κάθε περιουσιακό στοιχείο που έχει συγκεκριμένη υπόσταση, που είναι υπαρκτό ως πράγμα.