ἄνοζος: Difference between revisions
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=a)/nozos | |Beta Code=a)/nozos | ||
|Definition=ον, [[with no]], or [[very few]], [[branches]], <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>1.8.1</span>, etc.: Comp. <b class="b3">-ότερος</b> ib.<span class="bibl">3.13.3</span>:—also ἄοζος, ον, ib.<span class="bibl">1.5.4</span>, al. | |Definition=ον, [[with no]], or [[very few]], [[branches]], <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>1.8.1</span>, etc.: Comp. <b class="b3">-ότερος</b> ib.<span class="bibl">3.13.3</span>:—also ἄοζος, ον, ib.<span class="bibl">1.5.4</span>, al. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> tb. [[ἄοζος]] Thphr.<i>HP</i> 1.5.4<br />[[que no tiene ramas]] τῶν δένδρων ... τὰ μὲν ὀζώδη τὰ δ' ἄνοζα Thphr.<i>HP</i> 1.8.1, cf. [[l.c.]] | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἄνοζος''': -ον, ὁ μὴ ἔχων ὄζους ἢ ἔχων ὀλίγους μόνον, ἀντιτίθεται πρὸς τὸ [[ὀζώδης]], ἔστι γὰρ (τῶν δένδρων) τὰ μὲν ὀζώδη, τὰ δὲ ἄνοζα Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 1. 8, 1, κτλ: - Συγκρ. -ότερος [[αὐτόθι]] 3. 13, 3: - Ὡσαύτως, [[ἄοζος]], ον, [[αὐτόθι]] 1. 5, 4, κτλ. | |lstext='''ἄνοζος''': -ον, ὁ μὴ ἔχων ὄζους ἢ ἔχων ὀλίγους μόνον, ἀντιτίθεται πρὸς τὸ [[ὀζώδης]], ἔστι γὰρ (τῶν δένδρων) τὰ μὲν ὀζώδη, τὰ δὲ ἄνοζα Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 1. 8, 1, κτλ: - Συγκρ. -ότερος [[αὐτόθι]] 3. 13, 3: - Ὡσαύτως, [[ἄοζος]], ον, [[αὐτόθι]] 1. 5, 4, κτλ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἄνοζος]], -ον (Α)<br />αυτός που δεν έχει ρόζους (αποδίδεται σε δέντρα).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αν</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> <i>όζος</i> «[[βλαστός]], [[ρόζος]]»]. | |mltxt=[[ἄνοζος]], -ον (Α)<br />αυτός που δεν έχει ρόζους (αποδίδεται σε δέντρα).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αν</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> <i>όζος</i> «[[βλαστός]], [[ρόζος]]»]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:20, 1 October 2022
English (LSJ)
ον, with no, or very few, branches, Thphr.HP1.8.1, etc.: Comp. -ότερος ib.3.13.3:—also ἄοζος, ον, ib.1.5.4, al.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): tb. ἄοζος Thphr.HP 1.5.4
que no tiene ramas τῶν δένδρων ... τὰ μὲν ὀζώδη τὰ δ' ἄνοζα Thphr.HP 1.8.1, cf. l.c.
German (Pape)
[Seite 239] ohne Zweige, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἄνοζος: -ον, ὁ μὴ ἔχων ὄζους ἢ ἔχων ὀλίγους μόνον, ἀντιτίθεται πρὸς τὸ ὀζώδης, ἔστι γὰρ (τῶν δένδρων) τὰ μὲν ὀζώδη, τὰ δὲ ἄνοζα Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 1. 8, 1, κτλ: - Συγκρ. -ότερος αὐτόθι 3. 13, 3: - Ὡσαύτως, ἄοζος, ον, αὐτόθι 1. 5, 4, κτλ.
Greek Monolingual
ἄνοζος, -ον (Α)
αυτός που δεν έχει ρόζους (αποδίδεται σε δέντρα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + όζος «βλαστός, ρόζος»].