διάσκεψις: Difference between revisions
ἆρ' ἐς τὸ κάλλος ἐκκεκώφηται ξίφη → can it be that her beauty has blunted their swords, can it be that their swords are blunted at the sight of her beauty
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-εως, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[reflexión]], [[examen]], [[consideración]] c. gen. o περί y gen. περὶ ... τῆς πολιτείας Pl.<i>Lg</i>.697c, περὶ παθῶν Posidon.30, περὶ τούτων D.H.4.20, τοῦ συμφέροντος Ph.2.578, πραγμάτων I.<i>AI</i> 12.103, τὸ ... ἀκριβὲς τῆς περὶ αὐτῶν διασκέψεως Luc.<i>Anach</i>.21, ἡ τοῦ λογισμοῦ ἀδεὴς δ. D.C.70.4, ἐπὶ πλέον παρατεῖναι τὴν διάσκεψιν Luc.<i>Icar</i>.29<br /><b class="num">•</b>plu. [[cuestiones sometidas a examen]] ἐπὶ τὰς μείζονας διασκέψεις ἐκεῖνον ἐκάλουν Plu.<i>Tim</i>.38, cf. Sch.Th.3.36.<br /><b class="num">2</b> [[atención]], [[interés]], [[afán por]] c. gen. τῶν αὐλημάτων Philostr.<i>Im</i>.1.21, τῶν μελῶν Aristaenet.2.5.4, τῶν κοινῶν Lyd.<i>Mag</i>.1.45.<br /><b class="num">3</b> [[examen]] c. la vista, [[inspección]] τὰ γὰρ ... σπλάγχνα ἀκριβῆ πρὸς διάσκεψιν ἡγοῦνται Iambl.<i>VP</i> 147, προθεσμίαν εἰς διάσκεψιν δίδοσθαι Theod.Lect.<i>Epit</i>.270. | |dgtxt=-εως, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[reflexión]], [[examen]], [[consideración]] c. gen. o περί y gen. περὶ ... τῆς πολιτείας Pl.<i>Lg</i>.697c, περὶ παθῶν Posidon.30, περὶ τούτων D.H.4.20, τοῦ συμφέροντος Ph.2.578, πραγμάτων I.<i>AI</i> 12.103, τὸ ... ἀκριβὲς τῆς περὶ αὐτῶν διασκέψεως Luc.<i>Anach</i>.21, ἡ τοῦ λογισμοῦ ἀδεὴς δ. D.C.70.4, ἐπὶ πλέον παρατεῖναι τὴν διάσκεψιν Luc.<i>Icar</i>.29<br /><b class="num">•</b>plu. [[cuestiones sometidas a examen]] ἐπὶ τὰς μείζονας διασκέψεις ἐκεῖνον ἐκάλουν Plu.<i>Tim</i>.38, cf. Sch.Th.3.36.<br /><b class="num">2</b> [[atención]], [[interés]], [[afán por]] c. gen. τῶν αὐλημάτων Philostr.<i>Im</i>.1.21, τῶν μελῶν Aristaenet.2.5.4, τῶν κοινῶν Lyd.<i>Mag</i>.1.45.<br /><b class="num">3</b> [[examen]] c. la vista, [[inspección]] τὰ γὰρ ... σπλάγχνα ἀκριβῆ πρὸς διάσκεψιν ἡγοῦνται Iambl.<i>VP</i> 147, προθεσμίαν εἰς διάσκεψιν δίδοσθαι Theod.Lect.<i>Epit</i>.270. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> examen approfondi;<br /><b>2</b> [[αἱ]] διασκέψεις questions à examiner.<br />'''Étymologie:''' [[διασκέπτομαι]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διάσκεψις''': -εως, ἡ, ἀκριβὴς [[ἐξέτασις]], Πλάτ. Νόμ. 697C· ἐν τῷ πληθ., ζητήματα πρὸς ἐξέτασιν, Πλούτ. Τιμολ. 38. | |lstext='''διάσκεψις''': -εως, ἡ, ἀκριβὴς [[ἐξέτασις]], Πλάτ. Νόμ. 697C· ἐν τῷ πληθ., ζητήματα πρὸς ἐξέτασιν, Πλούτ. Τιμολ. 38. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 18:40, 1 October 2022
English (LSJ)
εως, ἡ, inspection, examination, περί τινος Pl.Lg.697c, Luc.Anach.21, Posidon. ap. Gal.5.469, cf. Lyd.Mag.1.45: in plural, questions for decision, Plu.Tim.38.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 reflexión, examen, consideración c. gen. o περί y gen. περὶ ... τῆς πολιτείας Pl.Lg.697c, περὶ παθῶν Posidon.30, περὶ τούτων D.H.4.20, τοῦ συμφέροντος Ph.2.578, πραγμάτων I.AI 12.103, τὸ ... ἀκριβὲς τῆς περὶ αὐτῶν διασκέψεως Luc.Anach.21, ἡ τοῦ λογισμοῦ ἀδεὴς δ. D.C.70.4, ἐπὶ πλέον παρατεῖναι τὴν διάσκεψιν Luc.Icar.29
•plu. cuestiones sometidas a examen ἐπὶ τὰς μείζονας διασκέψεις ἐκεῖνον ἐκάλουν Plu.Tim.38, cf. Sch.Th.3.36.
2 atención, interés, afán por c. gen. τῶν αὐλημάτων Philostr.Im.1.21, τῶν μελῶν Aristaenet.2.5.4, τῶν κοινῶν Lyd.Mag.1.45.
3 examen c. la vista, inspección τὰ γὰρ ... σπλάγχνα ἀκριβῆ πρὸς διάσκεψιν ἡγοῦνται Iambl.VP 147, προθεσμίαν εἰς διάσκεψιν δίδοσθαι Theod.Lect.Epit.270.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 examen approfondi;
2 αἱ διασκέψεις questions à examiner.
Étymologie: διασκέπτομαι.
Greek (Liddell-Scott)
διάσκεψις: -εως, ἡ, ἀκριβὴς ἐξέτασις, Πλάτ. Νόμ. 697C· ἐν τῷ πληθ., ζητήματα πρὸς ἐξέτασιν, Πλούτ. Τιμολ. 38.
Russian (Dvoretsky)
διάσκεψις: εως ἡ рассмотрение, обсуждение Plat., pl. Plut.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διάσκεψις -εως, ἡ [διασκέπτομαι] grondige beschouwing, onderzoek; plur. vraagstukken.