Στερόπης: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)«([\p{Cyrillic}\s]+)»" to "«$1»") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=*stero/phs | |Beta Code=*stero/phs | ||
|Definition=ου, ὁ, Lightner, name of one of the three Cyclopes, Hes. ''Th.'' 140, Call. ''Dian.'' 68. | |Definition=ου, ὁ, Lightner, name of one of the three Cyclopes, Hes. ''Th.'' 140, Call. ''Dian.'' 68. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=(ὁ) :<br />« Éclatant », <i>Cyclope</i>.<br />'''Étymologie:''' [[στεροπή]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Στερόπης''': -ου, ὁ, ὁ ἀστράπτων, [[ὄνομα]] ἑνὸς ἐκ τῶν τριῶν Κυκλώπων, Ἡσ. Θ. 140, Καλλ. εἰς Ἄρτ. 68. | |lstext='''Στερόπης''': -ου, ὁ, ὁ ἀστράπτων, [[ὄνομα]] ἑνὸς ἐκ τῶν τριῶν Κυκλώπων, Ἡσ. Θ. 140, Καλλ. εἰς Ἄρτ. 68. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 18:40, 1 October 2022
English (LSJ)
ου, ὁ, Lightner, name of one of the three Cyclopes, Hes. Th. 140, Call. Dian. 68.
French (Bailly abrégé)
(ὁ) :
« Éclatant », Cyclope.
Étymologie: στεροπή.
Greek (Liddell-Scott)
Στερόπης: -ου, ὁ, ὁ ἀστράπτων, ὄνομα ἑνὸς ἐκ τῶν τριῶν Κυκλώπων, Ἡσ. Θ. 140, Καλλ. εἰς Ἄρτ. 68.
Greek Monolingual
ὁ, Α στεροπή
(ονομ. ενός από τους τρεις Κύκλωπες) αυτός που αστράφτει.
Greek Monotonic
Στερόπης: -ου, ὁ, Στερόπης, Αστράπτων, όνομα ενός από τους τρεις Κύκλωπες, σε Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
Στερόπης: ου ὁ Стероп, «Сверкающий» (один из трех киклопов) Hes.
Middle Liddell
Στερόπης, ου, ὁ,
lightner, name of one of the three Cyclopes, Hes.