Θύμβρις: Difference between revisions

From LSJ

ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=&#42;qu/mbris
|Beta Code=&#42;qu/mbris
|Definition=ιδος, ἡ, name of several rivers, esp. [[the Tiber]], AP9.352 (Leon. Alex.), <span class="bibl">D.P.352</span> sq.; cf. [[Θυβριάς]].
|Definition=ιδος, ἡ, name of several rivers, esp. [[the Tiber]], AP9.352 (Leon. Alex.), <span class="bibl">D.P.352</span> sq.; cf. [[Θυβριάς]].
}}
{{bailly
|btext=ιδος (ὁ) :<br /><b>1</b> le Tibre;<br /><b>2</b> Thymbris, <i>fl. ou pê mont. de Sicile</i>.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''Θύμβρις''': -ιδος, ἡ, [[ὄνομα]] ποταμῶν τινων, ἰδίως τοῦ Τιβέρεως, Ἀνθ. Π. 9. 352 κἑξ. (μετὰ διαφ. γραφ. [[Θύβρις]]): - Θυμβριὰς ἢ [[Θυβριάς]], άδος, θηλ. ἐπίθ. τοῦ Τιβέρεως, Βεργίλλιος, ὅν ποτε Ρώμης Θυμβριὰς ἄλλον Ὅμηρον ἀνέτρεφε [[πάτριος]] ἠχὼ Χριστ. Ἐκφρ. 418, Ἀνθ. Π. παράρτ. 51. 1.
|lstext='''Θύμβρις''': -ιδος, ἡ, [[ὄνομα]] ποταμῶν τινων, ἰδίως τοῦ Τιβέρεως, Ἀνθ. Π. 9. 352 κἑξ. (μετὰ διαφ. γραφ. [[Θύβρις]]): - Θυμβριὰς ἢ [[Θυβριάς]], άδος, θηλ. ἐπίθ. τοῦ Τιβέρεως, Βεργίλλιος, ὅν ποτε Ρώμης Θυμβριὰς ἄλλον Ὅμηρον ἀνέτρεφε [[πάτριος]] ἠχὼ Χριστ. Ἐκφρ. 418, Ἀνθ. Π. παράρτ. 51. 1.
}}
{{bailly
|btext=ιδος (ὁ) :<br /><b>1</b> le Tibre;<br /><b>2</b> Thymbris, <i>fl. ou pê mont. de Sicile</i>.
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 19:10, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Θύμβρις Medium diacritics: Θύμβρις Low diacritics: Θύμβρις Capitals: ΘΥΜΒΡΙΣ
Transliteration A: Thýmbris Transliteration B: Thymbris Transliteration C: THymvris Beta Code: *qu/mbris

English (LSJ)

ιδος, ἡ, name of several rivers, esp. the Tiber, AP9.352 (Leon. Alex.), D.P.352 sq.; cf. Θυβριάς.

French (Bailly abrégé)

ιδος (ὁ) :
1 le Tibre;
2 Thymbris, fl. ou pê mont. de Sicile.

Greek (Liddell-Scott)

Θύμβρις: -ιδος, ἡ, ὄνομα ποταμῶν τινων, ἰδίως τοῦ Τιβέρεως, Ἀνθ. Π. 9. 352 κἑξ. (μετὰ διαφ. γραφ. Θύβρις): - Θυμβριὰς ἢ Θυβριάς, άδος, θηλ. ἐπίθ. τοῦ Τιβέρεως, Βεργίλλιος, ὅν ποτε Ρώμης Θυμβριὰς ἄλλον Ὅμηρον ἀνέτρεφε πάτριος ἠχὼ Χριστ. Ἐκφρ. 418, Ἀνθ. Π. παράρτ. 51. 1.

Greek Monotonic

Θύμβρις: -ιδος, ἡ, ο Τίβερης, σε Ανθ. Π.

Russian (Dvoretsky)

Θύμβρις: ιδος ὁ
1) Тибр (река в Латии) Plut., Anth.;
2) Тимбрид (река в Сицилии) Theocr.

Middle Liddell

Θύμβρις, ιδος
the Tiber, Anth.