δυσφάνταστος: Difference between revisions

From LSJ

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0689.png Seite 689]] das Bild von etwas schwer aufnehmend, [[δύναμις]] δυσφ. καὶ [[ἀμυδρός]] Plut. def. orac. 40.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0689.png Seite 689]] das Bild von etwas schwer aufnehmend, [[δύναμις]] δυσφ. καὶ [[ἀμυδρός]] Plut. def. orac. 40.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui se représente difficilement les objets.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, φαντάζομαι.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσφάνταστος''': -ον, δυσκόλως φανταζόμενός τι, [[δύναμις]], ἀντίθ. εὐφάνταστος, [[εὐφαντασίωτος]]. Πλούτ. 2. 432C.
|lstext='''δυσφάνταστος''': -ον, δυσκόλως φανταζόμενός τι, [[δύναμις]], ἀντίθ. εὐφάνταστος, [[εὐφαντασίωτος]]. Πλούτ. 2. 432C.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui se représente difficilement les objets.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, φαντάζομαι.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 19:15, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσφάνταστος Medium diacritics: δυσφάνταστος Low diacritics: δυσφάνταστος Capitals: ΔΥΣΦΑΝΤΑΣΤΟΣ
Transliteration A: dysphántastos Transliteration B: dysphantastos Transliteration C: dysfantastos Beta Code: dusfa/ntastos

English (LSJ)

ον, hard to imagine, Plu.2.432c.

Spanish (DGE)

-ον
1 incapaz de ofrecer imágenes, δύναμις ... ἀμυδρὰ δὲ καὶ δ. facultad (que poseen las almas) oscura e incapaz de ofrecer imágenes ref. la memoria, Plu.2.432c, ἡ ψυχή Phlp.in de An.155.31.
2 difícil de imaginar αὐτὰ καθ' αὐτὰ τὰ οὐσιώδη εἴδη Phlp.in Ph.225.10.

German (Pape)

[Seite 689] das Bild von etwas schwer aufnehmend, δύναμις δυσφ. καὶ ἀμυδρός Plut. def. orac. 40.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui se représente difficilement les objets.
Étymologie: δυσ-, φαντάζομαι.

Greek (Liddell-Scott)

δυσφάνταστος: -ον, δυσκόλως φανταζόμενός τι, δύναμις, ἀντίθ. εὐφάνταστος, εὐφαντασίωτος. Πλούτ. 2. 432C.

Greek Monolingual

δυσφάνταστος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα φαντάζεται, που δεν έχει πλούσια φαντασία.

Russian (Dvoretsky)

δυσφάνταστος: обладающий слабым воображением (δύναμις, sc. ψυχῆς Plut.).