εἰληδόν: Difference between revisions

From LSJ

Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei

Menander, Monostichoi, 148
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=adv. [[en círculo]], [[en derredor]] εἰ. ... ἔδησε πόδας <i>AP</i> 9.14 (Antiphil.).
|dgtxt=adv. [[en círculo]], [[en derredor]] εἰ. ... ἔδησε πόδας <i>AP</i> 9.14 (Antiphil.).
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />en se ramassant sur soi-même.<br />'''Étymologie:''' [[εἰλέω]], -δον.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εἰληδόν''': εἰληδά, ἐπίρρ. ([[εἴλη]]) = [[ἰληδόν]], εἰληδὰ φέρονται Ἄρατ. 917. ΙΙ. ([[εἰλέω]]) [[περιπλέγδην]], [[περιπλοκάδην]], εἰληδὸν ταχινοῦ πτωκὸς ἔδησε πόδας Ἀνθ. Π. 9. 14.
|lstext='''εἰληδόν''': εἰληδά, ἐπίρρ. ([[εἴλη]]) = [[ἰληδόν]], εἰληδὰ φέρονται Ἄρατ. 917. ΙΙ. ([[εἰλέω]]) [[περιπλέγδην]], [[περιπλοκάδην]], εἰληδὸν ταχινοῦ πτωκὸς ἔδησε πόδας Ἀνθ. Π. 9. 14.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />en se ramassant sur soi-même.<br />'''Étymologie:''' [[εἰλέω]], -δον.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 19:55, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰληδόν Medium diacritics: εἰληδόν Low diacritics: ειληδόν Capitals: ΕΙΛΗΔΟΝ
Transliteration A: eilēdón Transliteration B: eilēdon Transliteration C: eilidon Beta Code: ei)lhdo/n

English (LSJ)

εἰληδά, Adv., (εἴλη) A = ἰληδόν, εἰληδὰ φέρονται Arat. 917. II (εἰλέω) by twisting or coiling round, εἰληδὸν ἔδησε πόδας AP9.14.6 (Antiphil.).

Spanish (DGE)

adv. en círculo, en derredor εἰ. ... ἔδησε πόδας AP 9.14 (Antiphil.).

French (Bailly abrégé)

adv.
en se ramassant sur soi-même.
Étymologie: εἰλέω, -δον.

Greek (Liddell-Scott)

εἰληδόν: εἰληδά, ἐπίρρ. (εἴλη) = ἰληδόν, εἰληδὰ φέρονται Ἄρατ. 917. ΙΙ. (εἰλέω) περιπλέγδην, περιπλοκάδην, εἰληδὸν ταχινοῦ πτωκὸς ἔδησε πόδας Ἀνθ. Π. 9. 14.

Greek Monolingual

(I)
εἰληδόν και εἰληδά (Α)
επίρρ. «κατ' ίλας», αθρόα, ομαδικά.
(II)
εἰληδόν (Α)
επίρρ. περίπλοκα.

Greek Monotonic

εἰληδόν: -δά, επίρρ. (εἰλέω), μέσο κυκλικής συστροφής, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

εἰληδόν: и εἱληδόν adv. закрутив, обмотав (εἱ. ἔδησε πόδας Anth.).

Middle Liddell

εἰλέω
by twisting round, Anth.