κατέαγα: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=kate/aga | |Beta Code=kate/aga | ||
|Definition=κατεάγην [ᾰ], κατέαξα, v. [[κατάγνυμι]]. | |Definition=κατεάγην [ᾰ], κατέαξα, v. [[κατάγνυμι]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=v. [[κατάγνυμι]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατέᾱγα''': κατεαγώς, κατεάγην ᾰ, κατέαξα, ἴδε ἐν λέξ. [[κατάγνυμι]]. | |lstext='''κατέᾱγα''': κατεαγώς, κατεάγην ᾰ, κατέαξα, ἴδε ἐν λέξ. [[κατάγνυμι]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 22:26, 1 October 2022
English (LSJ)
κατεάγην [ᾰ], κατέαξα, v. κατάγνυμι.
French (Bailly abrégé)
v. κατάγνυμι.
Greek (Liddell-Scott)
κατέᾱγα: κατεαγώς, κατεάγην ᾰ, κατέαξα, ἴδε ἐν λέξ. κατάγνυμι.
Greek Monotonic
κατέᾱγα: αμτβ. παρακ. του κατάγνυμι· -κατεάγην [ᾰ], Παθ. αορ. βʹ, γʹ πληθ. υποτ. κατεαγῶσιν· -κατέαξα, Ενεργ. αορ. αʹ.
Russian (Dvoretsky)
κατέᾱγα: pf. к κατάγνυμι.