παρομοίωσις: Difference between revisions
Λόγος διοικεῖ τὸν βροτῶν βίον μόνος → Mortalium res sola regit oratio → Der Menschen Leben ordnet Redekunst allein
m (Text replacement - " esp. of " to " especially of ") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0526.png Seite 526]] ἡ, Verähnlichung, bes. der neben einander stehenden Glieder eines Redesatzes, der Ausgänge der Sätze oder Verse, Arist. rhet. 3, 9 erkl. ἂν ὅμοια τὰ ἔσχατα ἔχῃ ἑκάτερον τῶν κώλων, ἢ ἐν ἀρχῇ ἢ ἐπὶ τελευτῆς, und führt als Beispiele an δωρητοί τ' ἐπέλοντο παραῤῥητοί τ' ἐπέεσσιν Il. 9, 522 u. ῴήθησαν αὐτὸν [[παιδίον]] τετοκέναι, ἀλλ' [[αὐτοῦ]] αἴτιον γεγονέναι. So auch D. Hal. de Lys. 14 de Isocr. 2. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0526.png Seite 526]] ἡ, Verähnlichung, bes. der neben einander stehenden Glieder eines Redesatzes, der Ausgänge der Sätze oder Verse, Arist. rhet. 3, 9 erkl. ἂν ὅμοια τὰ ἔσχατα ἔχῃ ἑκάτερον τῶν κώλων, ἢ ἐν ἀρχῇ ἢ ἐπὶ τελευτῆς, und führt als Beispiele an δωρητοί τ' ἐπέλοντο παραῤῥητοί τ' ἐπέεσσιν Il. 9, 522 u. ῴήθησαν αὐτὸν [[παιδίον]] τετοκέναι, ἀλλ' [[αὐτοῦ]] αἴτιον γεγονέναι. So auch D. Hal. de Lys. 14 de Isocr. 2. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />ressemblance de mots qui se correspondent au commencement <i>ou</i> à la fin de deux membres de phrase consécutifs.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ὁμοιόω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παρομοίωσις''': ἡ, [[παρομοίωσις]] δὲ ἂν ὅμοια τὰ ἔσχατα ἔχῃ ἑκάτερον τῶν κώλων. Ἀνάγκη δὲ ἢ ἐν ἀρχῇ ἢ ἐπὶ τελευτῆς ἔχειν· καὶ ἀρχὴ μὲν αἰεὶ τὰ ὀνόματα (ὡς π. χ. ἀγρὸν γὰρ ἔλαβον ἀργὸν παρ’ [[αὐτοῦ]]), ἡ δὲ τελευτὴ τὰς ἐσχάτας συλλαβάς, ἢ τοῦ [[αὐτοῦ]] ὀνόματος πτώσεις ἢ τὸ αὐτὸ [[ὄνομα]] (ὡς π. χ. ᾠήθησαν αὐτὸν [[παιδίον]] τετοκέναι, ἀλλ’ [[αὐτοῦ]] αἴτιον γεγονέναι καὶ ἐν πλείσταις δὲ φροντίσι, καὶ ἐν ἐλαχίσταις ἐλπίσι κτλ.) Ἀριστ. Ρητ. 3. 9, 9, Ρητορ. πρ. Ἀλέξ. 12, 4, Διονυσίου Ἁλ. π. Λυσ· 14, π. Ἰσοκρ. 2· ὁ Rutil. Lup. καλεῖ τὸ [[σχῆμα]] τοῦτο παρόμοιον, 2. 12· ὁ δὲ Διονύσ. Ἁλ. ἐν τῷ περὶ Συνθ. 22 ὁμιλεῖ περὶ κώλων παρομοίων, πρβλ. Δημήτρ. Φαληρ. 25. | |lstext='''παρομοίωσις''': ἡ, [[παρομοίωσις]] δὲ ἂν ὅμοια τὰ ἔσχατα ἔχῃ ἑκάτερον τῶν κώλων. Ἀνάγκη δὲ ἢ ἐν ἀρχῇ ἢ ἐπὶ τελευτῆς ἔχειν· καὶ ἀρχὴ μὲν αἰεὶ τὰ ὀνόματα (ὡς π. χ. ἀγρὸν γὰρ ἔλαβον ἀργὸν παρ’ [[αὐτοῦ]]), ἡ δὲ τελευτὴ τὰς ἐσχάτας συλλαβάς, ἢ τοῦ [[αὐτοῦ]] ὀνόματος πτώσεις ἢ τὸ αὐτὸ [[ὄνομα]] (ὡς π. χ. ᾠήθησαν αὐτὸν [[παιδίον]] τετοκέναι, ἀλλ’ [[αὐτοῦ]] αἴτιον γεγονέναι καὶ ἐν πλείσταις δὲ φροντίσι, καὶ ἐν ἐλαχίσταις ἐλπίσι κτλ.) Ἀριστ. Ρητ. 3. 9, 9, Ρητορ. πρ. Ἀλέξ. 12, 4, Διονυσίου Ἁλ. π. Λυσ· 14, π. Ἰσοκρ. 2· ὁ Rutil. Lup. καλεῖ τὸ [[σχῆμα]] τοῦτο παρόμοιον, 2. 12· ὁ δὲ Διονύσ. Ἁλ. ἐν τῷ περὶ Συνθ. 22 ὁμιλεῖ περὶ κώλων παρομοίων, πρβλ. Δημήτρ. Φαληρ. 25. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 07:55, 2 October 2022
English (LSJ)
εως, ἡ, A assimilation, especially of sounds in the ends of successive clauses, assonance, Arist. Rh. 1410a24, D.H.Amm.2.17(pl.), Lys. 14 (pl.). 2 comparison, Arist.Rh.Al. 1430b9.
German (Pape)
[Seite 526] ἡ, Verähnlichung, bes. der neben einander stehenden Glieder eines Redesatzes, der Ausgänge der Sätze oder Verse, Arist. rhet. 3, 9 erkl. ἂν ὅμοια τὰ ἔσχατα ἔχῃ ἑκάτερον τῶν κώλων, ἢ ἐν ἀρχῇ ἢ ἐπὶ τελευτῆς, und führt als Beispiele an δωρητοί τ' ἐπέλοντο παραῤῥητοί τ' ἐπέεσσιν Il. 9, 522 u. ῴήθησαν αὐτὸν παιδίον τετοκέναι, ἀλλ' αὐτοῦ αἴτιον γεγονέναι. So auch D. Hal. de Lys. 14 de Isocr. 2.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
ressemblance de mots qui se correspondent au commencement ou à la fin de deux membres de phrase consécutifs.
Étymologie: παρά, ὁμοιόω.
Greek (Liddell-Scott)
παρομοίωσις: ἡ, παρομοίωσις δὲ ἂν ὅμοια τὰ ἔσχατα ἔχῃ ἑκάτερον τῶν κώλων. Ἀνάγκη δὲ ἢ ἐν ἀρχῇ ἢ ἐπὶ τελευτῆς ἔχειν· καὶ ἀρχὴ μὲν αἰεὶ τὰ ὀνόματα (ὡς π. χ. ἀγρὸν γὰρ ἔλαβον ἀργὸν παρ’ αὐτοῦ), ἡ δὲ τελευτὴ τὰς ἐσχάτας συλλαβάς, ἢ τοῦ αὐτοῦ ὀνόματος πτώσεις ἢ τὸ αὐτὸ ὄνομα (ὡς π. χ. ᾠήθησαν αὐτὸν παιδίον τετοκέναι, ἀλλ’ αὐτοῦ αἴτιον γεγονέναι καὶ ἐν πλείσταις δὲ φροντίσι, καὶ ἐν ἐλαχίσταις ἐλπίσι κτλ.) Ἀριστ. Ρητ. 3. 9, 9, Ρητορ. πρ. Ἀλέξ. 12, 4, Διονυσίου Ἁλ. π. Λυσ· 14, π. Ἰσοκρ. 2· ὁ Rutil. Lup. καλεῖ τὸ σχῆμα τοῦτο παρόμοιον, 2. 12· ὁ δὲ Διονύσ. Ἁλ. ἐν τῷ περὶ Συνθ. 22 ὁμιλεῖ περὶ κώλων παρομοίων, πρβλ. Δημήτρ. Φαληρ. 25.
Russian (Dvoretsky)
παρομοίωσις: εως ἡ рит. созвучие, ассонанс (сходство в окончаниях фраз или стихов Arst. - напр. τετοκέναι и γεγονέναι).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρομοίωσις -εως, ἡ [παρόμοιος] ret. parhomoiosis:. παρομοίωσις δὲ ἐὰν ὅμοια τὰ ἔσχατα ἔχῃ ἑκάτερον τὸ κῶλον parhomoiosis is, wanneer elk van beide zinsdelen bijna gelijk eindigt Aristot. Rh. 1410a24.