περίκλυσις: Difference between revisions

From LSJ

ὁ ἐντυγχάνων τοῖς τοξεύμασι → he who fell in the way of the bow-shots

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0580.png Seite 580]] ἡ, = [[περικλυσμός]], Ael. H. A. 16, 15.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0580.png Seite 580]] ἡ, = [[περικλυσμός]], Ael. H. A. 16, 15.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />inondation.<br />'''Étymologie:''' [[περικλύζω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''περίκλῠσις''': ἡ, = [[περικλυσμός]], Αἰλ. π. Ζ. 16. 15.
|lstext='''περίκλῠσις''': ἡ, = [[περικλυσμός]], Αἰλ. π. Ζ. 16. 15.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />inondation.<br />'''Étymologie:''' [[περικλύζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ύσεως, ἡ, Α [[περικλύζω]]<br /><b>1.</b> ([[ιδίως]] σχετικά με το [[σώμα]]) [[πλύσιμο]] ολόκληρης της επιφάνειας, [[περικλυσμός]]<br /><b>2.</b> [[καταιόνηση]].
|mltxt=-ύσεως, ἡ, Α [[περικλύζω]]<br /><b>1.</b> ([[ιδίως]] σχετικά με το [[σώμα]]) [[πλύσιμο]] ολόκληρης της επιφάνειας, [[περικλυσμός]]<br /><b>2.</b> [[καταιόνηση]].
}}
}}

Revision as of 08:00, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίκλῠσις Medium diacritics: περίκλυσις Low diacritics: περίκλυσις Capitals: ΠΕΡΙΚΛΥΣΙΣ
Transliteration A: períklysis Transliteration B: periklysis Transliteration C: periklysis Beta Code: peri/klusis

English (LSJ)

εως, ἡ, = περικλυσμός, Ael.NA16.15; spray, douche, cj. in Thphr.Sud.16.

German (Pape)

[Seite 580] ἡ, = περικλυσμός, Ael. H. A. 16, 15.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
inondation.
Étymologie: περικλύζω.

Greek (Liddell-Scott)

περίκλῠσις: ἡ, = περικλυσμός, Αἰλ. π. Ζ. 16. 15.

Greek Monolingual

-ύσεως, ἡ, Α περικλύζω
1. (ιδίως σχετικά με το σώμα) πλύσιμο ολόκληρης της επιφάνειας, περικλυσμός
2. καταιόνηση.