τοπαρχία: Difference between revisions

From LSJ

καιρὸς πρὸς ἀνθρώπων βραχὺ μέτρον ἔχειtime and tide wait for no man

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1129.png Seite 1129]] ἡ, das Gebiet, die Würde des [[τόπαρχος]], Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1129.png Seite 1129]] ἡ, das Gebiet, die Würde des [[τόπαρχος]], Sp.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><i>Égypte ptol.</i> arrondissement d'un nome <i>ou</i> d'un district ([[μερίς]]).<br />'''Étymologie:''' [[τόπαρχος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τοπαρχία''': ἡ, τὸ τοπικὸν διαμέρισμα, [[ὅπερ]] κυβερνᾷ [[τοπάρχης]], [[ἐπαρχία]], Ἑβδ. (Α΄ Μακκ. ΙΑ΄, 28), Συλλ. Ἐπιγρ. 4957. 49, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 13. 4, 9, κ. ἀλλ.
|lstext='''τοπαρχία''': ἡ, τὸ τοπικὸν διαμέρισμα, [[ὅπερ]] κυβερνᾷ [[τοπάρχης]], [[ἐπαρχία]], Ἑβδ. (Α΄ Μακκ. ΙΑ΄, 28), Συλλ. Ἐπιγρ. 4957. 49, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 13. 4, 9, κ. ἀλλ.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><i>Égypte ptol.</i> arrondissement d'un nome <i>ou</i> d'un district ([[μερίς]]).<br />'''Étymologie:''' [[τόπαρχος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η, Α [[τοπάρχης]]<br /><b>1.</b> [[περιοχή]] διοικούμενη από τοπάρχη<br /><b>2.</b> το [[αξίωμα]] του τοπάρχη<br /><b>3.</b> τοπική [[κυβέρνηση]]<br /><b>4.</b> <b>αστρολ.</b> ο [[οίκος]] ζωδίου.
|mltxt=η, Α [[τοπάρχης]]<br /><b>1.</b> [[περιοχή]] διοικούμενη από τοπάρχη<br /><b>2.</b> το [[αξίωμα]] του τοπάρχη<br /><b>3.</b> τοπική [[κυβέρνηση]]<br /><b>4.</b> <b>αστρολ.</b> ο [[οίκος]] ζωδίου.
}}
}}

Revision as of 10:00, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τοπαρχία Medium diacritics: τοπαρχία Low diacritics: τοπαρχία Capitals: ΤΟΠΑΡΧΙΑ
Transliteration A: toparchía Transliteration B: toparchia Transliteration C: toparchia Beta Code: toparxi/a

English (LSJ)

ἡ, district governed by a τοπάρχης, PSI4.412 (iii B. C.), PRev.Laws 87.4 (iii B. C.), PTeb. 24.62 (ii B. C.), LXX 1 Ma. 11.28, OG1669.49 (Egypt, i A. D.), J. AJ13.4.9, al., POxy.2118.3 (ii A. D.).

German (Pape)

[Seite 1129] ἡ, das Gebiet, die Würde des τόπαρχος, Sp.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
Égypte ptol. arrondissement d'un nome ou d'un district (μερίς).
Étymologie: τόπαρχος.

Greek (Liddell-Scott)

τοπαρχία: ἡ, τὸ τοπικὸν διαμέρισμα, ὅπερ κυβερνᾷ τοπάρχης, ἐπαρχία, Ἑβδ. (Α΄ Μακκ. ΙΑ΄, 28), Συλλ. Ἐπιγρ. 4957. 49, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 13. 4, 9, κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

η, Α τοπάρχης
1. περιοχή διοικούμενη από τοπάρχη
2. το αξίωμα του τοπάρχη
3. τοπική κυβέρνηση
4. αστρολ. ο οίκος ζωδίου.