τόρος: Difference between revisions
From LSJ
ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1130.png Seite 1130]] ὁ, Schnitzmesser, Meißel, Grabstichel, VLL. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1130.png Seite 1130]] ὁ, Schnitzmesser, Meißel, Grabstichel, VLL. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />burin.<br />'''Étymologie:''' [[τείρω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τόρος''': ὁ, ([[τείρω]]) [[ἐργαλεῖον]] φρεωρυχικόν, ἢ [[τρύπανον]] ἐν χρήσει πρὸς δοκιμὴν εἰ ὑπάρχει [[ὕδωρ]] ἔν τινι τόπῳ, Φιλύλλιος ἐν «Φρεωρύχῳ» 1, [[ἔνθα]] ἴδε Meineke. | |lstext='''τόρος''': ὁ, ([[τείρω]]) [[ἐργαλεῖον]] φρεωρυχικόν, ἢ [[τρύπανον]] ἐν χρήσει πρὸς δοκιμὴν εἰ ὑπάρχει [[ὕδωρ]] ἔν τινι τόπῳ, Φιλύλλιος ἐν «Φρεωρύχῳ» 1, [[ἔνθα]] ἴδε Meineke. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, Α<br />[[γεωτρύπανο]], [[εργαλείο]] για το [[άνοιγμα]] φρεάτων ή λιθοκοπικό [[εργαλείο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>τορ</i>- του ρ. [[τείρω]] «[[διατρυπώ]]» (<b>πρβλ.</b> απαρμφ. αορ. <i>τορεῖν</i>)]. | |mltxt=ὁ, Α<br />[[γεωτρύπανο]], [[εργαλείο]] για το [[άνοιγμα]] φρεάτων ή λιθοκοπικό [[εργαλείο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>τορ</i>- του ρ. [[τείρω]] «[[διατρυπώ]]» (<b>πρβλ.</b> απαρμφ. αορ. <i>τορεῖν</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:20, 2 October 2022
English (LSJ)
ὁ, borer, drill, used in trying for water, etc., Philyll.18 (v. τορεύς), IG22.1673.36,54.
German (Pape)
[Seite 1130] ὁ, Schnitzmesser, Meißel, Grabstichel, VLL.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
burin.
Étymologie: τείρω.
Greek (Liddell-Scott)
τόρος: ὁ, (τείρω) ἐργαλεῖον φρεωρυχικόν, ἢ τρύπανον ἐν χρήσει πρὸς δοκιμὴν εἰ ὑπάρχει ὕδωρ ἔν τινι τόπῳ, Φιλύλλιος ἐν «Φρεωρύχῳ» 1, ἔνθα ἴδε Meineke.
Greek Monolingual
ὁ, Α
γεωτρύπανο, εργαλείο για το άνοιγμα φρεάτων ή λιθοκοπικό εργαλείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη βαθμίδα τορ- του ρ. τείρω «διατρυπώ» (πρβλ. απαρμφ. αορ. τορεῖν)].