ἀποβλητέος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → If we have money, then we will have friends → Habebo amicos, si habuero pecuniam → An Freunden wird's nicht fehlen, wenn's an Geld nicht fehlt

Menander, Monostichoi, 165
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-α, -ον<br /><b class="num">1</b> [[rechazable]] ὀνόματα ... τὰ δεινὰ καὶ φοβερὰ ἀποβλητέα Pl.<i>R</i>.387b, ὃς δ' ἂν ... μηδὲ σκυθρωπὸς ἡ ... [[ἀποβλητέος]]; Luc.<i>Herm</i>.18.<br /><b class="num">2</b> ἀποβλητέον [[hay que rechazar]] una palabra, A.D.<i>Coni</i>.226.10, οὐδὲ ἐκεῖνον ἀ. τὸν λόγον, ὅς ... φησι Plot.3.2.13.
|dgtxt=-α, -ον<br /><b class="num">1</b> [[rechazable]] ὀνόματα ... τὰ δεινὰ καὶ φοβερὰ ἀποβλητέα Pl.<i>R</i>.387b, ὃς δ' ἂν ... μηδὲ σκυθρωπὸς ἡ ... [[ἀποβλητέος]]; Luc.<i>Herm</i>.18.<br /><b class="num">2</b> ἀποβλητέον [[hay que rechazar]] una palabra, A.D.<i>Coni</i>.226.10, οὐδὲ ἐκεῖνον ἀ. τὸν λόγον, ὅς ... φησι Plot.3.2.13.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><i>adj. verb. de</i> [[ἀποβάλλω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποβλητέος''': -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ [[ἀποβάλλω]], ὃν πρέπει τις νὰ ἀποβάλῃ, ν’ ἀπορρίψη, Πλάτ. Πολ. 387Β, Λουκ. Ἑρμότ. 18.
|lstext='''ἀποβλητέος''': -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ [[ἀποβάλλω]], ὃν πρέπει τις νὰ ἀποβάλῃ, ν’ ἀπορρίψη, Πλάτ. Πολ. 387Β, Λουκ. Ἑρμότ. 18.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><i>adj. verb. de</i> [[ἀποβάλλω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 13:30, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποβλητέος Medium diacritics: ἀποβλητέος Low diacritics: αποβλητέος Capitals: ΑΠΟΒΛΗΤΕΟΣ
Transliteration A: apoblētéos Transliteration B: apoblēteos Transliteration C: apovliteos Beta Code: a)poblhte/os

English (LSJ)

α, ον, A to be thrown away, rejected, Pl.R.387b, Luc.Herm.18. II ἀποβλητέον one must reject, A.D.Conj.226.10.

Spanish (DGE)

-α, -ον
1 rechazable ὀνόματα ... τὰ δεινὰ καὶ φοβερὰ ἀποβλητέα Pl.R.387b, ὃς δ' ἂν ... μηδὲ σκυθρωπὸς ἡ ... ἀποβλητέος; Luc.Herm.18.
2 ἀποβλητέον hay que rechazar una palabra, A.D.Coni.226.10, οὐδὲ ἐκεῖνον ἀ. τὸν λόγον, ὅς ... φησι Plot.3.2.13.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
adj. verb. de ἀποβάλλω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποβλητέος: -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ἀποβάλλω, ὃν πρέπει τις νὰ ἀποβάλῃ, ν’ ἀπορρίψη, Πλάτ. Πολ. 387Β, Λουκ. Ἑρμότ. 18.

Greek Monotonic

ἀποβλητέος: -α, -ον, ρημ. επίθ. του ἀποβάλλω, αυτός τον οποίο πρέπει κάποιος να απορρίψει, να πετάξει, σε Πλάτ.

Middle Liddell

verb. adj. of ἀποβάλλω.]
to be thrown away, rejected, Plat.