ἄϊρος: Difference between revisions

From LSJ

τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Prosodia:</b> [-ῑ-]<br /><b class="num">1</b> [[miserable Iro]] Ἵρος Ἄϊρος <i>Od</i>.18.73<br /><b class="num">•</b>interpr. por los gram. como [[desgraciado]], [[infortunado]] Ἄϊρος· ἐπὶ κακῷ Ἶρος ὠνομασμένος Apollon.<i>Lex</i>.α 185, cf. Eust.1837.62, [[ἄειρος]]· [[δυστυχής]] Hsch., τὸν λίαν πτωχὸν ... ἄϊρον λέγουσιν Eust.1834.47.<br /><b class="num">2</b> v. [[ἄειρος]].
|dgtxt=<b class="num">• Prosodia:</b> [-ῑ-]<br /><b class="num">1</b> [[miserable Iro]] Ἵρος Ἄϊρος <i>Od</i>.18.73<br /><b class="num">•</b>interpr. por los gram. como [[desgraciado]], [[infortunado]] Ἄϊρος· ἐπὶ κακῷ Ἶρος ὠνομασμένος Apollon.<i>Lex</i>.α 185, cf. Eust.1837.62, [[ἄειρος]]· [[δυστυχής]] Hsch., τὸν λίαν πτωχὸν ... ἄϊρον λέγουσιν Eust.1834.47.<br /><b class="num">2</b> v. [[ἄειρος]].
}}
{{bailly
|btext=Ἶρος : infortuné Iros, <i>litt.</i> Iros qui n’est plus Iros.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], Ἶρος.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄϊρος''': [ῑ], ὁ, Ὀδ. Σ. 73. [[Ἶρος]] [[ἄϊρος]], = [[Ἶρος]] [[δυστυχής]], [[Ἶρος]], λογοπαίγνιον ἐπὶ τοῦ ὀνόματος [[αὐτοῦ]], ὅμοιον τῷ δῶρα ἄδωρα, πρβλ. [[Δύσπαρις]], [[Κακοΐλιος]].
|lstext='''ἄϊρος''': [ῑ], ὁ, Ὀδ. Σ. 73. [[Ἶρος]] [[ἄϊρος]], = [[Ἶρος]] [[δυστυχής]], [[Ἶρος]], λογοπαίγνιον ἐπὶ τοῦ ὀνόματος [[αὐτοῦ]], ὅμοιον τῷ δῶρα ἄδωρα, πρβλ. [[Δύσπαρις]], [[Κακοΐλιος]].
}}
{{bailly
|btext=Ἶρος : infortuné Iros, <i>litt.</i> Iros qui n’est plus Iros.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], Ἶρος.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄϊρος:''' [ῑ], ὁ, σε Ομήρ. Οδ. Σ. 73 [[Ἶρος]] [[ἄϊρος]], [[Ίρος]] [[δυστυχής]], [[Ίρος]]· — [[λογοπαίγνιο]] στο όνομα του Ίρου, όπως το <i>δῶρα ἄδωρα</i>.
|lsmtext='''ἄϊρος:''' [ῑ], ὁ, σε Ομήρ. Οδ. Σ. 73 [[Ἶρος]] [[ἄϊρος]], [[Ίρος]] [[δυστυχής]], [[Ίρος]]· — [[λογοπαίγνιο]] στο όνομα του Ίρου, όπως το <i>δῶρα ἄδωρα</i>.
}}
}}

Revision as of 14:20, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄϊρος Medium diacritics: ἄϊρος Low diacritics: άιρος Capitals: ΑΙΡΟΣ
Transliteration A: áïros Transliteration B: airos Transliteration C: airos Beta Code: a)/i+ros

English (LSJ)

ὁ, only in phrase Ἶρος ἄιρος Irus, unhappy Irus, Od. 18.73.

Spanish (DGE)

• Prosodia: [-ῑ-]
1 miserable Iro Ἵρος Ἄϊρος Od.18.73
interpr. por los gram. como desgraciado, infortunado Ἄϊρος· ἐπὶ κακῷ Ἶρος ὠνομασμένος Apollon.Lex.α 185, cf. Eust.1837.62, ἄειρος· δυστυχής Hsch., τὸν λίαν πτωχὸν ... ἄϊρον λέγουσιν Eust.1834.47.
2 v. ἄειρος.

French (Bailly abrégé)

Ἶρος : infortuné Iros, litt. Iros qui n’est plus Iros.
Étymologie: , Ἶρος.

Greek (Liddell-Scott)

ἄϊρος: [ῑ], ὁ, Ὀδ. Σ. 73. Ἶρος ἄϊρος, = Ἶρος δυστυχής, Ἶρος, λογοπαίγνιον ἐπὶ τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ, ὅμοιον τῷ δῶρα ἄδωρα, πρβλ. Δύσπαρις, Κακοΐλιος.

Greek Monotonic

ἄϊρος: [ῑ], ὁ, σε Ομήρ. Οδ. Σ. 73 Ἶρος ἄϊρος, Ίρος δυστυχής, Ίρος· — λογοπαίγνιο στο όνομα του Ίρου, όπως το δῶρα ἄδωρα.