ἑκατόζυγος: Difference between revisions

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0752.png Seite 752]] mit hundert Ruderbänken, Il. 20, 247.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0752.png Seite 752]] mit hundert Ruderbänken, Il. 20, 247.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à cent bancs de rameurs, <i>càd</i> énorme.<br />'''Étymologie:''' [[ἑκατόν]], [[ζυγός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἑκᾰτόζῠγος''': -ον, ἔχων ἑκατὸν θρανία κωπηλατῶν, οὐδ’ ἂν [[νηῦς]] [[ἑκατόζυγος]] [[ἄχθος]] ἄροιτο, «ὑπὸ ἑκατὸν ἐρετῶν ἐλαυνομένη· ζυγὰ γὰρ αἱ τῶν ἐρεσσόντων καθέδραι» (Σχόλ.), Ἰλ. Υ. 247.
|lstext='''ἑκᾰτόζῠγος''': -ον, ἔχων ἑκατὸν θρανία κωπηλατῶν, οὐδ’ ἂν [[νηῦς]] [[ἑκατόζυγος]] [[ἄχθος]] ἄροιτο, «ὑπὸ ἑκατὸν ἐρετῶν ἐλαυνομένη· ζυγὰ γὰρ αἱ τῶν ἐρεσσόντων καθέδραι» (Σχόλ.), Ἰλ. Υ. 247.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à cent bancs de rameurs, <i>càd</i> énorme.<br />'''Étymologie:''' [[ἑκατόν]], [[ζυγός]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 15:50, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑκατόζῠγος Medium diacritics: ἑκατόζυγος Low diacritics: εκατόζυγος Capitals: ΕΚΑΤΟΖΥΓΟΣ
Transliteration A: hekatózygos Transliteration B: hekatozygos Transliteration C: ekatozygos Beta Code: e(kato/zugos

English (LSJ)

ον, with 100 benches for rowers, Il.20.247.

Spanish (DGE)

(ἑκατόζῠγος) -ον
que tiene cien bancos de remeros οὐδ' ἂν νηῦς ἑ. ἄχθος ἄροιτο Il.20.247.

German (Pape)

[Seite 752] mit hundert Ruderbänken, Il. 20, 247.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à cent bancs de rameurs, càd énorme.
Étymologie: ἑκατόν, ζυγός.

Greek (Liddell-Scott)

ἑκᾰτόζῠγος: -ον, ἔχων ἑκατὸν θρανία κωπηλατῶν, οὐδ’ ἂν νηῦς ἑκατόζυγος ἄχθος ἄροιτο, «ὑπὸ ἑκατὸν ἐρετῶν ἐλαυνομένη· ζυγὰ γὰρ αἱ τῶν ἐρεσσόντων καθέδραι» (Σχόλ.), Ἰλ. Υ. 247.

English (Autenrieth)

with a hundred benches, νηῦς, an hyperbole, Il. 20.247†.

Greek Monolingual

ἑκατόζυγος, -ον (Α)
1. (για πλοίο) αυτός που έχει εκατό καθίσματα κωπηλατών
2. αυτός που έχει μεγάλο αριθμό κουπιών.

Greek Monotonic

ἑκᾰτόζῠγος: -ον (ζυγόν), αυτός που έχει εκατό καθίσματα για κωπηλάτες, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἑκατόζῠγος: имеющий сто скамей (для гребцов) (νηῦς Hom.).

Middle Liddell

ἑκᾰτό-ζῠγος, ον ζυγόν
with 100 benches for rowers, Il.