κρεουργία: Difference between revisions

From LSJ

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=ας (ἡ) :<br />dépècement de la chair, de la viande.<br />'''Étymologie:''' [[κρεουργός]].
|btext=ας (ἡ) :<br />dépècement de la chair, de la viande.<br />'''Étymologie:''' [[κρεουργός]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κρεουργία''': ἡ, τὸ κρεουργεῖν, τὸ κόψιμον εἰς κομμάτια, ἡ Πέλοπος [[κρεουργία]] Λουκ. περὶ Ὀρχήσ. 54.
|elnltext=κρεουργία -ας, ἡ [κρεουργός] slachtpartij.
}}
{{elru
|elrutext='''κρεουργία:''' ἡ [[разрубание мяса]], [[нарезание мяса для пира]] Luc.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 25:
|lsmtext='''κρεουργία:''' ἡ, [[κατακρεούργηση]], κατακόψιμο.
|lsmtext='''κρεουργία:''' ἡ, [[κατακρεούργηση]], κατακόψιμο.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κρεουργία:''' ἡ [[разрубание мяса]], [[нарезание мяса для пира]] Luc.
|lstext='''κρεουργία''': ἡ, τὸ κρεουργεῖν, τὸ κόψιμον εἰς κομμάτια, ἡ Πέλοπος [[κρεουργία]] Λουκ. περὶ Ὀρχήσ. 54.
}}
{{elnl
|elnltext=κρεουργία -ας, ἡ [κρεουργός] slachtpartij.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κρεουργία]], ἡ,<br />a [[cutting]] up, butchering. [from [[κρεουργός]]
|mdlsjtxt=[[κρεουργία]], ἡ,<br />a [[cutting]] up, butchering. [from [[κρεουργός]]
}}
}}

Revision as of 20:55, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρεουργία Medium diacritics: κρεουργία Low diacritics: κρεουργία Capitals: ΚΡΕΟΥΡΓΙΑ
Transliteration A: kreourgía Transliteration B: kreourgia Transliteration C: kreourgia Beta Code: kreourgi/a

English (LSJ)

ἡ, cutting up, butchering, Πέλοπος Luc. Salt.54.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
dépècement de la chair, de la viande.
Étymologie: κρεουργός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρεουργία -ας, ἡ [κρεουργός] slachtpartij.

Russian (Dvoretsky)

κρεουργία:разрубание мяса, нарезание мяса для пира Luc.

Greek Monolingual

η (Α κρεουργία) κρεουργώ
κόψιμο κρέατος σε τεμάχια
νεοελλ.
ανηλεής σφαγή ανθρώπων.

Greek Monotonic

κρεουργία: ἡ, κατακρεούργηση, κατακόψιμο.

Greek (Liddell-Scott)

κρεουργία: ἡ, τὸ κρεουργεῖν, τὸ κόψιμον εἰς κομμάτια, ἡ Πέλοπος κρεουργία Λουκ. περὶ Ὀρχήσ. 54.

Middle Liddell

κρεουργία, ἡ,
a cutting up, butchering. [from κρεουργός