περιβαρίδες: Difference between revisions Search Google

From LSJ

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0570.png Seite 570]] αἱ, eine Art Frauenschuhe; Ar. Lys. 45. 47; Poll. 7, 87 aus Cephisodor.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0570.png Seite 570]] αἱ, eine Art Frauenschuhe; Ar. Lys. 45. 47; Poll. 7, 87 aus Cephisodor.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''περιβᾱρίδες''': -αἱ, ([[βᾶρις]]) ὑποδημάτων [[εἶδος]], [[κυρίως]] γυναικείων Ἀριστοφ. Λυσ. 45, Θεόπομπ. Κωμικ. ἐν «Σειρῆσιν» 3, Κηφισόδ. ἐν «Τροφωνίῳ»· ― οὕτω περίβᾱρα, τά, Πολυδ. Ζϳ, 94, Ἡσύχ., Φώτ.
|elnltext=περιβᾱρίδες -ων, αἱ [περί, βαρύς] peribarides (een soort damesschoenen).
}}
{{elru
|elrutext='''περιβᾱρίδες:''' ίδων (ῐ) αἱ (женские) башмаки Arph.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=αἱ, Α<br />[[είδος]] γυναικείων [[υποδημάτων]], λεπτοσχιδή σανδάλια διακοσμημένα με χρυσά ανθέμια και άλλα στολίδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για συνθ. λ. με α' συνθετικό την [[πρόθεση]] [[περί]] (<b>πρβλ.</b> <i>περισκελίδες</i>). Αμφίβολη όμως παραμένει η [[προέλευση]] του β' συνθετικού, που θυμίζει τον τ. [[βᾶρις]] «[[είδος]] αιγυπτιακού πλοίου»].
|mltxt=αἱ, Α<br />[[είδος]] γυναικείων [[υποδημάτων]], λεπτοσχιδή σανδάλια διακοσμημένα με χρυσά ανθέμια και άλλα στολίδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για συνθ. λ. με α' συνθετικό την [[πρόθεση]] [[περί]] (<b>πρβλ.</b> <i>περισκελίδες</i>). Αμφίβολη όμως παραμένει η [[προέλευση]] του β' συνθετικού, που θυμίζει τον τ. [[βᾶρις]] «[[είδος]] αιγυπτιακού πλοίου»].
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''περιβᾱρίδες:''' ίδων (ῐ) αἱ (женские) башмаки Arph.
|lstext='''περιβᾱρίδες''': -αἱ, ([[βᾶρις]]) ὑποδημάτων [[εἶδος]], [[κυρίως]] γυναικείων Ἀριστοφ. Λυσ. 45, Θεόπομπ. Κωμικ. ἐν «Σειρῆσιν» 3, Κηφισόδ. ἐν «Τροφωνίῳ»· ― οὕτω περίβᾱρα, τά, Πολυδ. Ζϳ, 94, Ἡσύχ., Φώτ.
}}
{{elnl
|elnltext=περιβᾱρίδες -ων, αἱ [περί, βαρύς] peribarides (een soort damesschoenen).
}}
}}
{{etym
{{etym

Revision as of 21:25, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιβᾱρίδες Medium diacritics: περιβαρίδες Low diacritics: περιβαρίδες Capitals: ΠΕΡΙΒΑΡΙΔΕΣ
Transliteration A: peribarídes Transliteration B: peribarides Transliteration C: perivarides Beta Code: peribari/des

English (LSJ)

αἱ, (βᾶρις) a sort of women's shoes, Ar.Lys.45, Theopomp.Com.52, Cephisod.4:—also περίβᾱρα, τά, Poll.7.94, Hsch., Phot.

German (Pape)

[Seite 570] αἱ, eine Art Frauenschuhe; Ar. Lys. 45. 47; Poll. 7, 87 aus Cephisodor.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιβᾱρίδες -ων, αἱ [περί, βαρύς] peribarides (een soort damesschoenen).

Russian (Dvoretsky)

περιβᾱρίδες: ίδων (ῐ) αἱ (женские) башмаки Arph.

Greek Monolingual

αἱ, Α
είδος γυναικείων υποδημάτων, λεπτοσχιδή σανδάλια διακοσμημένα με χρυσά ανθέμια και άλλα στολίδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για συνθ. λ. με α' συνθετικό την πρόθεση περί (πρβλ. περισκελίδες). Αμφίβολη όμως παραμένει η προέλευση του β' συνθετικού, που θυμίζει τον τ. βᾶρις «είδος αιγυπτιακού πλοίου»].

Greek (Liddell-Scott)

περιβᾱρίδες: -αἱ, (βᾶρις) ὑποδημάτων εἶδος, κυρίως γυναικείων Ἀριστοφ. Λυσ. 45, Θεόπομπ. Κωμικ. ἐν «Σειρῆσιν» 3, Κηφισόδ. ἐν «Τροφωνίῳ»· ― οὕτω περίβᾱρα, τά, Πολυδ. Ζϳ, 94, Ἡσύχ., Φώτ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f. pl.
Meaning: kind of womens shoes (Com.).
Other forms: also περίβαρα n. pl. id. (Poll., H., Phot.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Formation like περισκελίδες foot-clasps, -rings, but further unclear foreign word. Comically after βᾶρις Egypt. name of a ship ? Illyrian hypothesis, to ne rejected, by v. Blumenthal Hesychst. 5 A. 1.

Frisk Etymology German

περιβαρίδες: {peribārídes}
Forms: auch περίβαρα n. pl. ib. (Poll., H., Phot.).
Grammar: f. pl.
Meaning: Art Frauenschuhe (Kom.);
Etymology: Bildung wie περισκελίδες ‘Fuß-spangen, -ringe’, aber sonst dunkles Fremdwort. Scherzhaft nach βᾶρις ägypt. Ben. eines Nachens ? Abzulehnende illyrische Hypothese bei v. Blumenthal Hesychst. 5 A. 1.
Page 2,513

English (Woodhouse)

woman's shoes

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)