καταβατέον: Difference between revisions
From LSJ
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=katabate/on | |Beta Code=katabate/on | ||
|Definition=(καταβαίνω) [[one must descend]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Lys.</span>884</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span> 520c</span>. | |Definition=(καταβαίνω) [[one must descend]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Lys.</span>884</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span> 520c</span>. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=καταβατέον, adj. verb. van καταβαίνω, men moet afdalen. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καταβᾰτέον:''' adj. verb. к [[καταβαίνω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 15: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''καταβᾰτέον:''' ρημ. επίθ. του [[καταβαίνω]]·<br /><b class="num">I.</b> αυτό που πρέπει να κατεβεί [[κάποιος]], σε Αριστοφ., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> αυτό που πρέπει να κατέλθει, σε Αριστοφ. | |lsmtext='''καταβᾰτέον:''' ρημ. επίθ. του [[καταβαίνω]]·<br /><b class="num">I.</b> αυτό που πρέπει να κατεβεί [[κάποιος]], σε Αριστοφ., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> αυτό που πρέπει να κατέλθει, σε Αριστοφ. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:15, 3 October 2022
English (LSJ)
(καταβαίνω) one must descend, Ar.Lys.884, Pl.R. 520c.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταβατέον, adj. verb. van καταβαίνω, men moet afdalen.
Russian (Dvoretsky)
καταβᾰτέον: adj. verb. к καταβαίνω.
Greek (Liddell-Scott)
καταβᾰτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ καταβαίνω, Ἀριστοφ. Λυσ. 884, Πλάτ. Πολ. 520C· ἴδε ἐν λ. καταβαίνω Ι. 4.
Greek Monotonic
καταβᾰτέον: ρημ. επίθ. του καταβαίνω·
I. αυτό που πρέπει να κατεβεί κάποιος, σε Αριστοφ., Πλάτ.
II. αυτό που πρέπει να κατέλθει, σε Αριστοφ.