Κιμωλία: Difference between revisions

From LSJ

Ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → If we have money, then we will have friends → Habebo amicos, si habuero pecuniam → An Freunden wird's nicht fehlen, wenn's an Geld nicht fehlt

Menander, Monostichoi, 165
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας;<br /><i>adj. f.</i><br />de Kimolos.<br />'''Étymologie:''' [[Κίμωλος]].
|btext=ας;<br /><i>adj. f.</i><br />de Kimolos.<br />'''Étymologie:''' [[Κίμωλος]].
}}
{{elru
|elrutext='''Κῐμωλία:''' [adj. f к [[Κίμωλος]] кимолосская: Κ. γῆ Arph. кимолосская глина (мыльная глина, употреблявшаяся для чистка тканей, для стирки белья и проч.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 7: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Κῐμωλία:''' (ενν. <i>γῆ</i>), <i>ἡ</i>, το [[έδαφος]] της Κιμώλου, [[λευκός]] [[πηλός]] από την Κίμωλο Κυκλάδων, ο [[οποίος]] χρησιμοποιούνταν ως [[εναλλακτικός]] του σαπουνιού, στα λουτρά, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''Κῐμωλία:''' (ενν. <i>γῆ</i>), <i>ἡ</i>, το [[έδαφος]] της Κιμώλου, [[λευκός]] [[πηλός]] από την Κίμωλο Κυκλάδων, ο [[οποίος]] χρησιμοποιούνταν ως [[εναλλακτικός]] του σαπουνιού, στα λουτρά, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''Κῐμωλία:''' [adj. f к [[Κίμωλος]] кимолосская: Κ. γῆ Arph. кимолосская глина (мыльная глина, употреблявшаяся для чистка тканей, для стирки белья и проч.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />sc. γῆ, Cimolian [[earth]], a [[white]] [[clay]], from [[Cimolus]] in the [[Cyclades]], [[which]] was used by way of [[soap]] in the baths, Ar.
|mdlsjtxt=<br />sc. γῆ, Cimolian [[earth]], a [[white]] [[clay]], from [[Cimolus]] in the [[Cyclades]], [[which]] was used by way of [[soap]] in the baths, Ar.
}}
}}

Revision as of 12:20, 3 October 2022

French (Bailly abrégé)

ας;
adj. f.
de Kimolos.
Étymologie: Κίμωλος.

Russian (Dvoretsky)

Κῐμωλία: [adj. f к Κίμωλος кимолосская: Κ. γῆ Arph. кимолосская глина (мыльная глина, употреблявшаяся для чистка тканей, для стирки белья и проч.).

Greek (Liddell-Scott)

Κῐμωλία: (δηλ. γῆ), ἡ, λευκὸν χῶμα ἢ «πηλός», ἐκ τῆς Κιμώλου, νήσου τῶν Κυκλάδων, περιέχων στοιχεῖα σόδας· ἦτο δὲ ἐν χρήσει ἀντὶ σάπωνος ἐν τοῖς λουτροῖς καὶ τοῖς κουρείοις τῶν Ἀθηνῶν, Ἀριστοφ. Βάτρ. 713, πρβλ. Στράβ. 484, κἑξ.

Greek Monotonic

Κῐμωλία: (ενν. γῆ), , το έδαφος της Κιμώλου, λευκός πηλός από την Κίμωλο Κυκλάδων, ο οποίος χρησιμοποιούνταν ως εναλλακτικός του σαπουνιού, στα λουτρά, σε Αριστοφ.

Middle Liddell


sc. γῆ, Cimolian earth, a white clay, from Cimolus in the Cyclades, which was used by way of soap in the baths, Ar.