γιγγλυμώδης: Difference between revisions
From LSJ
ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ες<br />zool. subst. τὸ γιγγλυμῶδες [[charnela o juntura de los bivalvos]] αἱ ... λεπάδες κάτω ἐν τῷ βάθει, τὰ ... δίθυρα ἐν τῷ γιγγλυμώδει Arist.<i>HA</i> 529<sup>a</sup>31. | |dgtxt=-ες<br />zool. subst. τὸ γιγγλυμῶδες [[charnela o juntura de los bivalvos]] αἱ ... λεπάδες κάτω ἐν τῷ βάθει, τὰ ... δίθυρα ἐν τῷ γιγγλυμώδει Arist.<i>HA</i> 529<sup>a</sup>31. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''γιγγλυμώδης:''' [[имеющий вид сочленения]] Arst. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[γιγγλυμώδης]], -ες (Α) [[[γίγγλυμος]])<br />ο [[γιγγλυμοειδής]]. | |mltxt=[[γιγγλυμώδης]], -ες (Α) [[[γίγγλυμος]])<br />ο [[γιγγλυμοειδής]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:38, 3 October 2022
English (LSJ)
ες, = γιγγλυμοειδής, Arist.HA529a32.
Spanish (DGE)
-ες
zool. subst. τὸ γιγγλυμῶδες charnela o juntura de los bivalvos αἱ ... λεπάδες κάτω ἐν τῷ βάθει, τὰ ... δίθυρα ἐν τῷ γιγγλυμώδει Arist.HA 529a31.
Russian (Dvoretsky)
γιγγλυμώδης: имеющий вид сочленения Arst.
Greek (Liddell-Scott)
γιγγλῠμώδης: -ες, (εἶδος)= γιγγλυμοειδής, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 4. 4, 22.
Greek Monolingual
γιγγλυμώδης, -ες (Α) [[[γίγγλυμος]])
ο γιγγλυμοειδής.