δίφορος: Difference between revisions

From LSJ

ὁ λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν δρόμον τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0645.png Seite 645]] zweimal Frucht bringend; [[συκῆ]] Ar. Eccl. 708; Antiphan. Ath . III, 77 d; Theophr.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0645.png Seite 645]] zweimal Frucht bringend; [[συκῆ]] Ar. Eccl. 708; Antiphan. Ath . III, 77 d; Theophr.
}}
{{elru
|elrutext='''δίφορος:''' [[дважды в год приносящий плоды]] ([[συκῆ]] Arph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[δίφορος]], -ον)<br /><b>1.</b> (για φυτά) αυτός που καρποφορεί δύο φορές τον χρόνο, [[δίκαρπος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για καρπούς) αυτός που προέρχεται από τη δεύτερη [[καρποφορία]] του δέντρου<br /><b>2.</b> (για τους μεταξοσκώληκες) [[εκείνος]] που αναπαράγεται δύο φορές τον χρόνο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> όποιος έχει δύο ειδών καρπούς<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που καταβάλλει δύο φορές [[μισθό]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[δίφορος]], -ον)<br /><b>1.</b> (για φυτά) αυτός που καρποφορεί δύο φορές τον χρόνο, [[δίκαρπος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για καρπούς) αυτός που προέρχεται από τη δεύτερη [[καρποφορία]] του δέντρου<br /><b>2.</b> (για τους μεταξοσκώληκες) [[εκείνος]] που αναπαράγεται δύο φορές τον χρόνο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> όποιος έχει δύο ειδών καρπούς<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που καταβάλλει δύο φορές [[μισθό]].
}}
{{elru
|elrutext='''δίφορος:''' [[дважды в год приносящий плоды]] ([[συκῆ]] Arph.).
}}
}}

Revision as of 12:40, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐφορος Medium diacritics: δίφορος Low diacritics: δίφορος Capitals: ΔΙΦΟΡΟΣ
Transliteration A: díphoros Transliteration B: diphoros Transliteration C: diforos Beta Code: di/foros

English (LSJ)

ον, A bearing fruit twice in the year, Ar. Ec.708, Pherecr.97, Antiph.198, Thphr.HP1.14.1. 2 bearing two kinds of fruit, Ph.2.369. II metaph., paying twice over, of Ephorus, Hsch.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [-ῐ-]
1 bífero, que produce fruto dos veces al año συκῆ Ar.Ec.708, Antiph.196, cf. Pherecr.103, Thphr.HP 1.14.1, CP 5.1.6, μῆλα PCair.Zen.33.13 (III a.C.), τὸν ἀμπελῶνα μὴ κατασπείρειν δίφορον Ph.2.369.
2 que paga dos veces juego de palabras sobre el n. de Ἔφορος Plu.2.839a, Hsch.

German (Pape)

[Seite 645] zweimal Frucht bringend; συκῆ Ar. Eccl. 708; Antiphan. Ath . III, 77 d; Theophr.

Russian (Dvoretsky)

δίφορος: дважды в год приносящий плоды (συκῆ Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

δίφορος: -ον, καρποφορῶν δὶς τοῦ ἔτους, Λατ. biferus, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 708, Φερεκρ. Κραπ. 11, Ἀντιφ. Σκληρ. 1, πρβλ. Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 541.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δίφορος, -ον)
1. (για φυτά) αυτός που καρποφορεί δύο φορές τον χρόνο, δίκαρπος
νεοελλ.
1. (για καρπούς) αυτός που προέρχεται από τη δεύτερη καρποφορία του δέντρου
2. (για τους μεταξοσκώληκες) εκείνος που αναπαράγεται δύο φορές τον χρόνο
αρχ.
1. όποιος έχει δύο ειδών καρπούς
2. εκείνος που καταβάλλει δύο φορές μισθό.