δυσαπολόγητος: Difference between revisions
Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0676.png Seite 676]] schwer zu vertheidigen, zu entschuldigen, Pol. 1, 10, 4 u. Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0676.png Seite 676]] schwer zu vertheidigen, zu entschuldigen, Pol. 1, 10, 4 u. Sp. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δυσαπολόγητος:''' [[который трудно оправдать]], [[непростительный]] ([[ἁμαρτία]] Polyb.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δυσαπολόγητος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δύσκολα μπορεί να δικαιολογηθεί ή να τον υπερασπίσουν<br /><b>2.</b> αυτός στον οποίο δύσκολα μπορεί [[κανείς]] να απαντήσει<br /><b>3.</b> αυτός που δύσκολα ερμηνεύεται, [[δυσερμήνευτος]]. | |mltxt=[[δυσαπολόγητος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δύσκολα μπορεί να δικαιολογηθεί ή να τον υπερασπίσουν<br /><b>2.</b> αυτός στον οποίο δύσκολα μπορεί [[κανείς]] να απαντήσει<br /><b>3.</b> αυτός που δύσκολα ερμηνεύεται, [[δυσερμήνευτος]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:00, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, hard to defend or excuse, Plb. 1.10.4, cf. Ph.1.562, J.AJ16.4.2; hard to answer, Aristeas 213; hard to explain, Str.4.1.7. Adv. -τως, ἔχειν Eust.147.23.
Spanish (DGE)
-ον
I 1difícil de explicar δυσαπολόγητον ἠρώτηκας πρᾶγμα Aristeas 213, τὸ ἄπορον Ph.1.562, cf. Str.4.1.7.
2 difícil de defender o excusar ἁμαρτία Plb.1.10.4, cf. I.AI 16.101.
II adv. -ως difícilmente explicable αἰτίας ἔχουσι Eust.147.23.
German (Pape)
[Seite 676] schwer zu vertheidigen, zu entschuldigen, Pol. 1, 10, 4 u. Sp.
Russian (Dvoretsky)
δυσαπολόγητος: который трудно оправдать, непростительный (ἁμαρτία Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
δυσαπολόγητος: -ον, ὃν δύσκολον εἶναι νὰ ὑπερασπίσῃ τις, ἁμαρτία Πολύβ. 1. 10, 4. ‒ Ἐπίρρ. -τως, Εὐστ. 147. 23.
Greek Monolingual
δυσαπολόγητος, -ον (Α)
1. αυτός που δύσκολα μπορεί να δικαιολογηθεί ή να τον υπερασπίσουν
2. αυτός στον οποίο δύσκολα μπορεί κανείς να απαντήσει
3. αυτός που δύσκολα ερμηνεύεται, δυσερμήνευτος.