δυσεξαρίθμητος: Difference between revisions
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />difficile à énumérer, innombrable.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[ἐξαριθμέω]]. | |btext=ος, ον :<br />difficile à énumérer, innombrable.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[ἐξαριθμέω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δυσεξαρίθμητος:''' [[с трудом поддающийся исчислению]], [[неисчислимый]] Polyb., Plut. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δυσεξαρίθμητος:''' -ον, αυτός που δύσκολα αριθμείται, σε Πολύβ. | |lsmtext='''δυσεξαρίθμητος:''' -ον, αυτός που δύσκολα αριθμείται, σε Πολύβ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[δυσ-]] εξαρίθμητος, ον<br />[[hard]] to [[enumerate]], Polyb. | |mdlsjtxt=[[δυσ-]] εξαρίθμητος, ον<br />[[hard]] to [[enumerate]], Polyb. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:02, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, hard to count, Plb.3.58.6, Plu.2.667e.
Spanish (DGE)
-ον
difícil de contar, incontable κίνδυνοι Plb.3.58.6, ἄλλα δυσεξαρίθμητα ἐνεγκεῖν citar otros innumerables (textos), Origenes Philoc.26.3, ἁμαρτήματα Nil.M.79.576D, c. dat. limitativo (ὄψα) δυσεξαρίθμητα τοῖς γένεσι καὶ ταῖς διαφοραῖς Plu.2.667e.
German (Pape)
[Seite 679] schwer zu zählen; Pol. 3, 58; Plut. Symp. 4, 4, 2.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à énumérer, innombrable.
Étymologie: δυσ-, ἐξαριθμέω.
Russian (Dvoretsky)
δυσεξαρίθμητος: с трудом поддающийся исчислению, неисчислимый Polyb., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
δυσεξᾰρίθμητος: -ον, δυσκόλως ἀριθμούμενος, Πολύβ. 3. 58, 6, Πλούτ. 2. 667Ε.
Greek Monolingual
δυσεξαρίθμητος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα μπορεί να αριθμηθεί, ο πολυάριθμος.
Greek Monotonic
δυσεξαρίθμητος: -ον, αυτός που δύσκολα αριθμείται, σε Πολύβ.