εὐάγων: Difference between revisions
From LSJ
Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1055.png Seite 1055]] ωνος, τιμά, durch Kampf verherrlicht, Pind. N. 10, 38. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1055.png Seite 1055]] ωνος, τιμά, durch Kampf verherrlicht, Pind. N. 10, 38. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐάγων:''' ωνος (ᾰ) adj. добытый в успешных состязаниях ([[τιμά]] Pind.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὐάγων]], ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που αναφέρεται στον επιτυχημένο αγώνα («[[εὐάγων]] τιμά» — η [[τιμή]] για τους επιτυχείς αγώνες, <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[αγών]]]. | |mltxt=[[εὐάγων]], ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που αναφέρεται στον επιτυχημένο αγώνα («[[εὐάγων]] τιμά» — η [[τιμή]] για τους επιτυχείς αγώνες, <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[αγών]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:05, 3 October 2022
English (LSJ)
[ᾰ], ωνος, ὁ, ἡ, of successful contests, τιμά Pi.N.10.38.
German (Pape)
[Seite 1055] ωνος, τιμά, durch Kampf verherrlicht, Pind. N. 10, 38.
Russian (Dvoretsky)
εὐάγων: ωνος (ᾰ) adj. добытый в успешных состязаниях (τιμά Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐάγων: ᾰ ωνος, ὁ, ἡ, ἐπὶ ἐπιτυχῶν ἀγώνων, εὐάγων τιμά, «ἡ ἐπὶ τοῖς ἀγῶσι τοῖς εὖ ἀγωνισθεῖσιν, ἢ εὖ καὶ καλῶς, τιμή» (Σχόλ.), Πινδ. Ν. 10. 71.
English (Slater)
εὐᾰγων
&nbnbsp;1 of successful contests ἕπεται δὲ (ἐπέβα coni. Wil.), Θεαῖε, ματρώων πολύγνωτον γένος ὑμετέρων εὐάγων τιμὰ (N. 10.38)
Greek Monolingual
εὐάγων, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που αναφέρεται στον επιτυχημένο αγώνα («εὐάγων τιμά» — η τιμή για τους επιτυχείς αγώνες, Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αγών].