εὐάγων: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile

Menander, Monostichoi, 333
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1055.png Seite 1055]] ωνος, τιμά, durch Kampf verherrlicht, Pind. N. 10, 38.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1055.png Seite 1055]] ωνος, τιμά, durch Kampf verherrlicht, Pind. N. 10, 38.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐάγων:''' ωνος (ᾰ) adj. добытый в успешных состязаниях ([[τιμά]] Pind.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐάγων]], ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που αναφέρεται στον επιτυχημένο αγώνα («[[εὐάγων]] τιμά» — η [[τιμή]] για τους επιτυχείς αγώνες, <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[αγών]]].
|mltxt=[[εὐάγων]], ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που αναφέρεται στον επιτυχημένο αγώνα («[[εὐάγων]] τιμά» — η [[τιμή]] για τους επιτυχείς αγώνες, <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[αγών]]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὐάγων:''' ωνος (ᾰ) adj. добытый в успешных состязаниях ([[τιμά]] Pind.).
}}
}}

Revision as of 13:05, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐάγων Medium diacritics: εὐάγων Low diacritics: ευάγων Capitals: ΕΥΑΓΩΝ
Transliteration A: euágōn Transliteration B: euagōn Transliteration C: evagon Beta Code: eu)a/gwn

English (LSJ)

[ᾰ], ωνος, ὁ, ἡ, of successful contests, τιμά Pi.N.10.38.

German (Pape)

[Seite 1055] ωνος, τιμά, durch Kampf verherrlicht, Pind. N. 10, 38.

Russian (Dvoretsky)

εὐάγων: ωνος (ᾰ) adj. добытый в успешных состязаниях (τιμά Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐάγων: ᾰ ωνος, ὁ, ἡ, ἐπὶ ἐπιτυχῶν ἀγώνων, εὐάγων τιμά, «ἡ ἐπὶ τοῖς ἀγῶσι τοῖς εὖ ἀγωνισθεῖσιν, ἢ εὖ καὶ καλῶς, τιμή» (Σχόλ.), Πινδ. Ν. 10. 71.

English (Slater)

εὐᾰγων
  &nbnbsp;1 of successful contests ἕπεται δὲ (ἐπέβα coni. Wil.), Θεαῖε, ματρώων πολύγνωτον γένος ὑμετέρων εὐάγων τιμὰ (N. 10.38)

Greek Monolingual

εὐάγων, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που αναφέρεται στον επιτυχημένο αγώνα («εὐάγων τιμά» — η τιμή για τους επιτυχείς αγώνες, Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αγών].