εὐάγων

From LSJ

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐάγων Medium diacritics: εὐάγων Low diacritics: ευάγων Capitals: ΕΥΑΓΩΝ
Transliteration A: euágōn Transliteration B: euagōn Transliteration C: evagon Beta Code: eu)a/gwn

English (LSJ)

[ᾰ], ωνος, ὁ, ἡ, of successful contests, τιμά Pi.N.10.38.

German (Pape)

[Seite 1055] ωνος, τιμά, durch Kampf verherrlicht, Pind. N. 10, 38.

Russian (Dvoretsky)

εὐάγων: ωνος (ᾰ) adj. добытый в успешных состязаниях (τιμά Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐάγων: ᾰ ωνος, ὁ, ἡ, ἐπὶ ἐπιτυχῶν ἀγώνων, εὐάγων τιμά, «ἡ ἐπὶ τοῖς ἀγῶσι τοῖς εὖ ἀγωνισθεῖσιν, ἢ εὖ καὶ καλῶς, τιμή» (Σχόλ.), Πινδ. Ν. 10. 71.

English (Slater)

εὐᾰγων
  &nbnbsp;1 of successful contests ἕπεται δὲ (ἐπέβα coni. Wil.), Θεαῖε, ματρώων πολύγνωτον γένος ὑμετέρων εὐάγων τιμὰ (N. 10.38)

Greek Monolingual

εὐάγων, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που αναφέρεται στον επιτυχημένο αγώνα («εὐάγων τιμά» — η τιμή για τους επιτυχείς αγώνες, Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αγών].