κονιορτώδης: Difference between revisions

From LSJ

εἰ μὴ προσέθηκα καὶ κατεσιώπησα ψυχήν μου, ὡς τὸ ἀπογεγαλακτισμένος ἐπὶ μητέρα αὐτοῦ → surely I have calmed and quieted my soul like a weaned child on its mother's shoulder

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1481.png Seite 1481]] ες, wie aufgeregter Staub, [[staubig]]; ἔρια Arist. H. A. 5, 32; auch [[ἄνθρωπος]], Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1481.png Seite 1481]] ες, wie aufgeregter Staub, [[staubig]]; ἔρια Arist. H. A. 5, 32; auch [[ἄνθρωπος]], Sp.
}}
{{elru
|elrutext='''κονιορτώδης:''' [[пыльный]] (τὰ ἔρια Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες (Α [[κονιορτώδης]], -ῶδες) [[κονιορτός]]<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με κονιορτό<br /><b>2.</b> [[γεμάτος]] [[σκόνη]] («οἱ [[σῆτες]] ἐμφύονται μᾶλλον, [[ὅταν]] κονιορτώδη ᾗ τὰ ἔρια», <b>Αριστοτ.</b>).
|mltxt=-ες (Α [[κονιορτώδης]], -ῶδες) [[κονιορτός]]<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με κονιορτό<br /><b>2.</b> [[γεμάτος]] [[σκόνη]] («οἱ [[σῆτες]] ἐμφύονται μᾶλλον, [[ὅταν]] κονιορτώδη ᾗ τὰ ἔρια», <b>Αριστοτ.</b>).
}}
{{elru
|elrutext='''κονιορτώδης:''' [[пыльный]] (τὰ ἔρια Arst.).
}}
}}

Revision as of 13:42, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κονῐορτώδης Medium diacritics: κονιορτώδης Low diacritics: κονιορτώδης Capitals: ΚΟΝΙΟΡΤΩΔΗΣ
Transliteration A: koniortṓdēs Transliteration B: koniortōdēs Transliteration C: koniortodis Beta Code: koniortw/dhs

English (LSJ)

ες, dusty, Arist.HA557b3, Cael.313a20, Thphr.CP4.16.1, Dsc.1.26, Gal. 14.49.

German (Pape)

[Seite 1481] ες, wie aufgeregter Staub, staubig; ἔρια Arist. H. A. 5, 32; auch ἄνθρωπος, Sp.

Russian (Dvoretsky)

κονιορτώδης: пыльный (τὰ ἔρια Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

κονιορτώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος κονιορτῷ, πλήρης κονιορτοῦ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 32, 1, Θεοφράστ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 16, 1. Γαλην.

Greek Monolingual

-ες (Α κονιορτώδης, -ῶδες) κονιορτός
1. αυτός που μοιάζει με κονιορτό
2. γεμάτος σκόνη («οἱ σῆτες ἐμφύονται μᾶλλον, ὅταν κονιορτώδη ᾗ τὰ ἔρια», Αριστοτ.).