κρεάδιον: Difference between revisions

From LSJ

Νόμων ἔχεσθαι (Νόμοις ἕπεσθαι) πάντα δεῖ τὸν σώφρονα → Legibus haerere sapiens debet firmiter → Dem Klugen ist Gesetzestreue stete Pflicht

Menander, Monostichoi, 380
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />petit morceau de chair, de viande.<br />'''Étymologie:''' dim. de [[κρέας]].
|btext=ου (τό) :<br />petit morceau de chair, de viande.<br />'''Étymologie:''' dim. de [[κρέας]].
}}
{{elru
|elrutext='''κρεάδιον:''' (ᾱ) τό кусочек мяса Xen., Arph., Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 10: Line 13:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κρεάδιον:''' [ᾱ], τό, υποκορ. του [[κρέας]], [[τεμάχιο]] κρέατος, [[κομμάτι]] [[κρέας]], σε Αριστοφ., Ξεν.
|lsmtext='''κρεάδιον:''' [ᾱ], τό, υποκορ. του [[κρέας]], [[τεμάχιο]] κρέατος, [[κομμάτι]] [[κρέας]], σε Αριστοφ., Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''κρεάδιον:''' (ᾱ) τό кусочек мяса Xen., Arph., Plut.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κρεά¯διον, ου, τό, [Dim. of [[κρέας]],]<br />a [[morsel]] of [[meat]], [[slice]] of [[meat]], Ar., Xen.
|mdlsjtxt=κρεά¯διον, ου, τό, [Dim. of [[κρέας]],]<br />a [[morsel]] of [[meat]], [[slice]] of [[meat]], Ar., Xen.
}}
}}

Revision as of 13:45, 3 October 2022

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petit morceau de chair, de viande.
Étymologie: dim. de κρέας.

Russian (Dvoretsky)

κρεάδιον: (ᾱ) τό кусочек мяса Xen., Arph., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

κρεάδιον: ἢ κρᾴδιον ᾱ, τό, ὑποκορ. τοῦ κρέας, τεμάχιον κρέατος, «ἕνα κομματάκι κρέας», Ἀριστοφ. Πλ. 227· κρεάδιόν τι φαῦλον ἢ ταρίχιον Κηφισόδ. ἐν «Ὑῒ» 2, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 13· ἐν τῷ πληθ., Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 507, Ἄλεξ. ἐν «Κρατεύᾳ» 1. 15.

Greek Monolingual

κρεᾴδιον, τὸ (AM)
μικρό κομμάτι κρέατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρέας + υποκορ. κατάλ. -άδιον (πρβλ. ζυγάδιον, κηπάδιον)].

Greek Monotonic

κρεάδιον: [ᾱ], τό, υποκορ. του κρέας, τεμάχιο κρέατος, κομμάτι κρέας, σε Αριστοφ., Ξεν.

Middle Liddell

κρεά¯διον, ου, τό, [Dim. of κρέας,]
a morsel of meat, slice of meat, Ar., Xen.