κελευστικός: Difference between revisions
ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα καὶ σκιὰ μόνον → human being is only a breath and a shadow, man is but a breath and a shadow
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />qui concerne le commandement.<br />'''Étymologie:''' [[κελευστός]]. | |btext=ή, όν :<br />qui concerne le commandement.<br />'''Étymologie:''' [[κελευστός]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κελευστικός:''' [[приказывающий]], [[повелительный]]: τὸ τοῦ ψόγου κελευστικόν Plut. повелительная сила порицания. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κελευστικός]], -ή, -όν (Α) [[κελεύω]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κελευστή.<br /><b>2.</b> ο [[ικανός]] στο να δίνει διαταγές<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ κελευστική</i> (ενν. [[τέχνη]])<br />η [[τέχνη]] του κελευστή, η [[τέχνη]] του να διατάζει [[κανείς]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κελευστικῶς</i><br />με κελευστικό τρόπο. | |mltxt=[[κελευστικός]], -ή, -όν (Α) [[κελεύω]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κελευστή.<br /><b>2.</b> ο [[ικανός]] στο να δίνει διαταγές<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ κελευστική</i> (ενν. [[τέχνη]])<br />η [[τέχνη]] του κελευστή, η [[τέχνη]] του να διατάζει [[κανείς]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κελευστικῶς</i><br />με κελευστικό τρόπο. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:50, 3 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, hortatory: κελευστική (sc. τέχνη), Pl.Plt.260e; τοῦ ψόγου τὸ κ. Plu.2.72d (s.v.l.).
German (Pape)
[Seite 1415] befehlerisch, befehlend; ἡ κελευστική, sc. τέχνη, Plat. Polit. 260 d; τὸ κελευστικὸν τοῦ ψόγου, das Befehlshaberische, Plut. discr. ad. et am. 48.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne le commandement.
Étymologie: κελευστός.
Russian (Dvoretsky)
κελευστικός: приказывающий, повелительный: τὸ τοῦ ψόγου κελευστικόν Plut. повелительная сила порицания.
Greek (Liddell-Scott)
κελευστικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κελευστήν, παροτρυντικός, ὁ ἐπιτήδειος εἰς τὸ κελεύειν· ἡ κελευστικὴ (δηλ. τέχνη) Πλάτ. Πολιτικ. 260D· τὸ κελευστικόν, οὐσιαστ., Συνέσ.· τοῦ ψόγου τὸ τραχὺ καὶ τὸ κελευστικὸν Πλουτ. Ἠθ. 72, καὶ τὸ Ἐπίρρ. κελευστικῶς.
Greek Monolingual
κελευστικός, -ή, -όν (Α) κελεύω
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κελευστή.
2. ο ικανός στο να δίνει διαταγές
3. το θηλ. ως ουσ. ἡ κελευστική (ενν. τέχνη)
η τέχνη του κελευστή, η τέχνη του να διατάζει κανείς.
επίρρ...
κελευστικῶς
με κελευστικό τρόπο.