λευκόσφυρος: Difference between revisions

From LSJ

μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />aux talons blancs.<br />'''Étymologie:''' [[λευκός]], [[σφυρόν]].
|btext=ος, ον :<br />aux talons blancs.<br />'''Étymologie:''' [[λευκός]], [[σφυρόν]].
}}
{{elru
|elrutext='''λευκόσφῠρος:''' [[белоногий]] (Ἣβα Theocr.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λευκόσφῠρος:''' -ον ([[σφυρόν]]), αυτός που έχει λευκούς αστραγάλους, [[λευκά]] ή [[γυμνά]] πόδια, σε Θεόκρ.
|lsmtext='''λευκόσφῠρος:''' -ον ([[σφυρόν]]), αυτός που έχει λευκούς αστραγάλους, [[λευκά]] ή [[γυμνά]] πόδια, σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''λευκόσφῠρος:''' [[белоногий]] (Ἣβα Theocr.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=λευκό-σφῠρος, ον [[σφυρόν]]<br />[[white]]-ankled, Theocr.
|mdlsjtxt=λευκό-σφῠρος, ον [[σφυρόν]]<br />[[white]]-ankled, Theocr.
}}
}}

Revision as of 13:53, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λευκόσφῠρος Medium diacritics: λευκόσφυρος Low diacritics: λευκόσφυρος Capitals: ΛΕΥΚΟΣΦΥΡΟΣ
Transliteration A: leukósphyros Transliteration B: leukosphyros Transliteration C: lefkosfyros Beta Code: leuko/sfuros

English (LSJ)

ον, white-ankled, Ἥβα Theoc.17.32.

German (Pape)

[Seite 35] mit weißen Knöcheln, Ἥβη, Theocr. 17, 32.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux talons blancs.
Étymologie: λευκός, σφυρόν.

Russian (Dvoretsky)

λευκόσφῠρος: белоногий (Ἣβα Theocr.).

Greek (Liddell-Scott)

λευκόσφῠρος: -ον, ἔχων λευκὰ σφυρά, Ἥβα Θεόκρ. 17. 32.

Greek Monolingual

λευκόσφυρος, -ον (Α) (για την Ήβη) αυτή που έχει λευκούς αστραγάλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο)- + -σφυρος (< σφυρόν «αστράγαλος»)].

Greek Monotonic

λευκόσφῠρος: -ον (σφυρόν), αυτός που έχει λευκούς αστραγάλους, λευκά ή γυμνά πόδια, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

λευκό-σφῠρος, ον σφυρόν
white-ankled, Theocr.