μεθεκτέον: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ δὲ παράκαιρος ἡδονὴ τίκτει βλάβην → Tempestiva aliqua ni voluptas sit, nocet → Die Lust zur falschen Zeit gebiert nur Schadensfrust

Menander, Monostichoi, 217
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0111.png Seite 111]] adj. verb. zu [[μετέχω]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0111.png Seite 111]] adj. verb. zu [[μετέχω]].
}}
{{elru
|elrutext='''μεθεκτέον:''' adj. verb. к [[μετέχω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μεθεκτέον:''' ρημ. επίθ. του [[μετέχω]], αυτό που πρέπει να έχει [[μερίδιο]] σε [[κάτι]], <i>τινός</i>, σε Θουκ.
|lsmtext='''μεθεκτέον:''' ρημ. επίθ. του [[μετέχω]], αυτό που πρέπει να έχει [[μερίδιο]] σε [[κάτι]], <i>τινός</i>, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''μεθεκτέον:''' adj. verb. к [[μετέχω]].
}}
}}

Revision as of 14:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεθεκτέον Medium diacritics: μεθεκτέον Low diacritics: μεθεκτέον Capitals: ΜΕΘΕΚΤΕΟΝ
Transliteration A: methektéon Transliteration B: methekteon Transliteration C: methekteon Beta Code: meqekte/on

English (LSJ)

(μετέχω) one must share, τινος Th.8.65; παιδιᾶς Pl. R.424e; νόμων Antiph.44.2: pl. μεθεκτέα Agath.2.14.

German (Pape)

[Seite 111] adj. verb. zu μετέχω.

Russian (Dvoretsky)

μεθεκτέον: adj. verb. к μετέχω.

Greek (Liddell-Scott)

μεθεκτέον: ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ μετέχω, δεῖ μετέχειν, τινὸς Θουκ. 8. 66, Πλάτ. Πολ. 424Ε.

Greek Monotonic

μεθεκτέον: ρημ. επίθ. του μετέχω, αυτό που πρέπει να έχει μερίδιο σε κάτι, τινός, σε Θουκ.