μονοκότυλος: Difference between revisions
κραδία δὲ φόβῳ φρένα λακτίζει → my heart knocks at my ribs
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0203.png Seite 203]] mit [[einer]] Reihe Saugwarzen, [[κοτυληδών]], Arist. H. A. 4, 1 Gen. an. 4, 9. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0203.png Seite 203]] mit [[einer]] Reihe Saugwarzen, [[κοτυληδών]], Arist. H. A. 4, 1 Gen. an. 4, 9. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μονοκότῠλος:''' [[с одним рядом присосок]] ([[γένος]] τῶν πολυπόδων Arst.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[μονοκότυλος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για φυτά) αυτός που αποτελείται από μία μόνο [[κοτυληδόνα]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα μονοκότυλα</i><br /><b>βοτ.</b> [[κλάση]] αγγειόσπερμων [[φυτών]] που περιέχει όλα τα [[αγγειόσπερμα]] τών οποίων το [[έμβρυο]] αποτελείται από μία μόνο [[κοτυληδόνα]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που αποτελείται από μια [[σειρά]] μυζητικών θηλών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κότυλος]] «[[κοτυληδόνα]]» ([[πρβλ]]. <i>δι</i>-[[κότυλος]])]. | |mltxt=-η, -ο (Α [[μονοκότυλος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για φυτά) αυτός που αποτελείται από μία μόνο [[κοτυληδόνα]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα μονοκότυλα</i><br /><b>βοτ.</b> [[κλάση]] αγγειόσπερμων [[φυτών]] που περιέχει όλα τα [[αγγειόσπερμα]] τών οποίων το [[έμβρυο]] αποτελείται από μία μόνο [[κοτυληδόνα]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που αποτελείται από μια [[σειρά]] μυζητικών θηλών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κότυλος]] «[[κοτυληδόνα]]» ([[πρβλ]]. <i>δι</i>-[[κότυλος]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:40, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, with but one row of arms or suckers, Arist.HA525a17, PA685b13.
German (Pape)
[Seite 203] mit einer Reihe Saugwarzen, κοτυληδών, Arist. H. A. 4, 1 Gen. an. 4, 9.
Russian (Dvoretsky)
μονοκότῠλος: с одним рядом присосок (γένος τῶν πολυπόδων Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
μονοκότῠλος: -ον, ὁ ἔχων μίαν μόνον σειρὰν κοτυληδόνων, δηλ. ἕνα μόνον πλόκαμον μυζητικῶν θηλῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 1. 17, π. π. Μορ. 4. 9, 14· πρβλ. κοτυληδὼν Ι.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α μονοκότυλος, -ον)
νεοελλ.
1. (για φυτά) αυτός που αποτελείται από μία μόνο κοτυληδόνα
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μονοκότυλα
βοτ. κλάση αγγειόσπερμων φυτών που περιέχει όλα τα αγγειόσπερμα τών οποίων το έμβρυο αποτελείται από μία μόνο κοτυληδόνα
αρχ.
αυτός που αποτελείται από μια σειρά μυζητικών θηλών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + κότυλος «κοτυληδόνα» (πρβλ. δι-κότυλος)].