ξιφουλκός: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz

Menander, Monostichoi, 423
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />qui tire l'épée.<br />'''Étymologie:''' [[ξίφος]], [[ἕλκω]].
|btext=ός, όν :<br />qui tire l'épée.<br />'''Étymologie:''' [[ξίφος]], [[ἕλκω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ξῐφουλκός:''' [[извлекающий из ножон]] (обнажающий) меч ([[χείρ]] Aesch.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ξῐφουλκός:''' -όν ([[ἕλκω]]), αυτός που τραβάει, που σύρει το [[ξίφος]] από τη [[θήκη]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ξῐφουλκός:''' -όν ([[ἕλκω]]), αυτός που τραβάει, που σύρει το [[ξίφος]] από τη [[θήκη]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ξῐφουλκός:''' [[извлекающий из ножон]] (обнажающий) меч ([[χείρ]] Aesch.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 14:56, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῐφουλκός Medium diacritics: ξιφουλκός Low diacritics: ξιφουλκός Capitals: ΞΙΦΟΥΛΚΟΣ
Transliteration A: xiphoulkós Transliteration B: xiphoulkos Transliteration C: ksifoulkos Beta Code: cifoulko/s

English (LSJ)

όν, (ἕλκω) drawing a sword, χείρ A.Eu.592.

German (Pape)

[Seite 280] das Schwert ziehend, χείρ, Aesch. Eum. 562.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui tire l'épée.
Étymologie: ξίφος, ἕλκω.

Russian (Dvoretsky)

ξῐφουλκός: извлекающий из ножон (обнажающий) меч (χείρ Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

ξῐφουλκός: -όν, (ἕλκω) ὁ σύρων τὸ ξίφος, χεὶρ Αἰσχύλ. Εὐμ. 592.

Greek Monolingual

ξιφουλκός, -όν (Α)
αυτός που σύρει το ξίφος από τη θήκη, που ξεσπαθώνει («ξιφουλκῷ χειρί», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξίφος + -ουλκός (< ἕλκω), πρβλ. λιθ-ουλκός, τοξ-ουλκός].

Greek Monotonic

ξῐφουλκός: -όν (ἕλκω), αυτός που τραβάει, που σύρει το ξίφος από τη θήκη, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

ξῐφ-ουλκός, όν ἕλκω
drawing a sword, Aesch.

English (Woodhouse)

drawing the sword

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)