νοσφισμός: Difference between revisions

From LSJ

τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />usurpation, vol ; <i>particul.</i> concussion, péculat.<br />'''Étymologie:''' [[νοσφίζω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />usurpation, vol ; <i>particul.</i> concussion, péculat.<br />'''Étymologie:''' [[νοσφίζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''νοσφισμός:''' ὁ (по)хищение или растрата Polyb., Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[νοσφισμός]]) [[νοσφίζομαι]]<br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[νοσφίζομαι]], [[ιδιοποίηση]], [[σφετερισμός]], [[κλοπή]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αποχωρισμός]].
|mltxt=ο (Α [[νοσφισμός]]) [[νοσφίζομαι]]<br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[νοσφίζομαι]], [[ιδιοποίηση]], [[σφετερισμός]], [[κλοπή]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αποχωρισμός]].
}}
{{elru
|elrutext='''νοσφισμός:''' ὁ (по)хищение или растрата Polyb., Plut.
}}
}}

Revision as of 15:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νοσφισμός Medium diacritics: νοσφισμός Low diacritics: νοσφισμός Capitals: ΝΟΣΦΙΣΜΟΣ
Transliteration A: nosphismós Transliteration B: nosphismos Transliteration C: nosfismos Beta Code: nosfismo/s

English (LSJ)

ὁ, A absence, ἤλγει τὸν ν. τῆς ὠμότητος J.BJ5.10.4. II appropriating, stealing, Plb.32.5.8; peculation, Ph.2.336, Plu.2.843f: pl., Vett.Val.40.29.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
usurpation, vol ; particul. concussion, péculat.
Étymologie: νοσφίζω.

Russian (Dvoretsky)

νοσφισμός: ὁ (по)хищение или растрата Polyb., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

νοσφισμός: ὁ, τὸ ἀποχωρίζειν ἀποχωρισμός, Μοσχόπ. π. σχεδ. σ. 92. 2) ἰδιοποίησις, κλοπή, Πολύβ. 32. 21, 8· σφετερισμός, Πλούτ. 2. 843F.

Greek Monolingual

ο (Α νοσφισμός) νοσφίζομαι
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του νοσφίζομαι, ιδιοποίηση, σφετερισμός, κλοπή
αρχ.
αποχωρισμός.