οἴημα: Difference between revisions Search Google

From LSJ

θάνατος λοῖσθος ἰατρὸς νόσων → death is the last healer of sicknesses

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />haute opinion de soi-même, présomption, suffisance.<br />'''Étymologie:''' [[οἴομαι]].
|btext=ατος (τό) :<br />haute opinion de soi-même, présomption, suffisance.<br />'''Étymologie:''' [[οἴομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''οἴημα:''' ατος τό самомнение (οἴ. καὶ [[ἀλαζονεία]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[οἴημα]], τὸ (Α)<br />(γενικά)<br /><b>1.</b> [[ιδέα]], [[γνώμη]]<br /><b>2.</b> (ειδικά) η [[μεγάλη]] [[ιδέα]] που έχει [[κανείς]] για τον εαυτό του, [[έπαρση]], [[αλαζονεία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>οἰη</i>- του παθ. αορ. <i>οἰήθην</i> του [[οἴομαι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μα</i>].
|mltxt=[[οἴημα]], τὸ (Α)<br />(γενικά)<br /><b>1.</b> [[ιδέα]], [[γνώμη]]<br /><b>2.</b> (ειδικά) η [[μεγάλη]] [[ιδέα]] που έχει [[κανείς]] για τον εαυτό του, [[έπαρση]], [[αλαζονεία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>οἰη</i>- του παθ. αορ. <i>οἰήθην</i> του [[οἴομαι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μα</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''οἴημα:''' ατος τό самомнение (οἴ. καὶ [[ἀλαζονεία]] Plut.).
}}
}}

Revision as of 15:10, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἴημα Medium diacritics: οἴημα Low diacritics: οίημα Capitals: ΟΙΗΜΑ
Transliteration A: oíēma Transliteration B: oiēma Transliteration C: oiima Beta Code: oi)/hma

English (LSJ)

ατος, τό, (οἴομαι)
A opinion, D.C.Fr.12.8(pl.).
II self-conceit, οἴημα καὶ τῦφος Plu.2.39d; οἴημα καὶ ἀλαζονεία ib.43b.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
haute opinion de soi-même, présomption, suffisance.
Étymologie: οἴομαι.

Russian (Dvoretsky)

οἴημα: ατος τό самомнение (οἴ. καὶ ἀλαζονεία Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

οἴημα: τό, γνώμη· ἰδίως γνώμη τινὸς περὶ ἑαυτοῦ, οἴησις, ἔπαρσις, οἴημα καὶ τῦφος Πλούτ. 2. 39D, ἔνθα ἴδε Wyttenb.· οἴημα καὶ ἀλαζονεία αὐτόθι 43Β.

Greek Monolingual

οἴημα, τὸ (Α)
(γενικά)
1. ιδέα, γνώμη
2. (ειδικά) η μεγάλη ιδέα που έχει κανείς για τον εαυτό του, έπαρση, αλαζονεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. οἰη- του παθ. αορ. οἰήθην του οἴομαι + κατάλ. -μα].