Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

περιρρώξ: Difference between revisions

From LSJ

Ξένους πένητας μὴ παραδράμῃς ἰδών → Praetervidere pauperem externum cave → An armen fremden, siehst du sie, geh nicht vorbei

Menander, Monostichoi, 389
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=perirrw/c
|Beta Code=perirrw/c
|Definition=ῶγος, ὁ, ἡ, [[broken off all round]], [[abrupt]], <b class="b3">πέτρα ἀπότομος καὶ π</b>. <span class="bibl">Plb.9.27.4</span>, cf. <span class="bibl">D.H.9.15</span> (=<span class="bibl">Plb.<span class="title">Fr.</span>200</span>).
|Definition=ῶγος, ὁ, ἡ, [[broken off all round]], [[abrupt]], <b class="b3">πέτρα ἀπότομος καὶ π</b>. <span class="bibl">Plb.9.27.4</span>, cf. <span class="bibl">D.H.9.15</span> (=<span class="bibl">Plb.<span class="title">Fr.</span>200</span>).
}}
{{elru
|elrutext='''περιρρώξ:''' ῶγος adj. кругом обрывистый ([[πέτρα]] [[ἀπότομος]] καὶ π. Polyb.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 15: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ῶγος, ὁ, ἡ, Α<br />(για βράχους, βουνά, ακτές) [[απόκρημνος]] από [[παντού]], [[απότομος]] [[ολόγυρα]] («[[πέτρα]] [[ἀπότομος]] καὶ [[περιρρώξ]]», <b>Πολ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ῥώξ</i>, λ. που απαντά μόνο στην αιτ. πληθ. <i>ῥῶγας</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>ρωγ</i>- του [[ῥήγνυμι]], <b>πρβλ.</b> παρακμ. <i>ἔρ</i>-<i>ρωγ</i>-<i>α</i>), <b>πρβλ.</b> <i>από</i>-<i>ρρωξ</i>, [[κατά]]-<i>ρρωξ</i>].
|mltxt=-ῶγος, ὁ, ἡ, Α<br />(για βράχους, βουνά, ακτές) [[απόκρημνος]] από [[παντού]], [[απότομος]] [[ολόγυρα]] («[[πέτρα]] [[ἀπότομος]] καὶ [[περιρρώξ]]», <b>Πολ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ῥώξ</i>, λ. που απαντά μόνο στην αιτ. πληθ. <i>ῥῶγας</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>ρωγ</i>- του [[ῥήγνυμι]], <b>πρβλ.</b> παρακμ. <i>ἔρ</i>-<i>ρωγ</i>-<i>α</i>), <b>πρβλ.</b> <i>από</i>-<i>ρρωξ</i>, [[κατά]]-<i>ρρωξ</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''περιρρώξ:''' ῶγος adj. кругом обрывистый ([[πέτρα]] [[ἀπότομος]] καὶ π. Polyb.).
}}
}}

Revision as of 15:20, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιρρώξ Medium diacritics: περιρρώξ Low diacritics: περιρρώξ Capitals: ΠΕΡΙΡΡΩΞ
Transliteration A: perirrṓx Transliteration B: perirrōx Transliteration C: perirroks Beta Code: perirrw/c

English (LSJ)

ῶγος, ὁ, ἡ, broken off all round, abrupt, πέτρα ἀπότομος καὶ π. Plb.9.27.4, cf. D.H.9.15 (=Plb.Fr.200).

Russian (Dvoretsky)

περιρρώξ: ῶγος adj. кругом обрывистый (πέτρα ἀπότομος καὶ π. Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

περιρρώξ: -ῶγος, ὁ, ἡ, ἀπόκρημνος πανταχόθεν, πέτρα ἀπότομος καὶ π. Πολύβ. 9. 27, 4, πρβλ. Διον. Ἁλ. 9. 15· πρβλ. ἀπορρώξ.

Greek Monolingual

-ῶγος, ὁ, ἡ, Α
(για βράχους, βουνά, ακτές) απόκρημνος από παντού, απότομος ολόγυραπέτρα ἀπότομος καὶ περιρρώξ», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ῥώξ, λ. που απαντά μόνο στην αιτ. πληθ. ῥῶγας (< θ. ρωγ- του ῥήγνυμι, πρβλ. παρακμ. ἔρ-ρωγ-α), πρβλ. από-ρρωξ, κατά-ρρωξ].