Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πολύσπερμος: Difference between revisions

From LSJ

Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt

Menander, Monostichoi, 108
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0673.png Seite 673]] vielsaamig; Theophr.; ζῷα, Maneth. 6, 256.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0673.png Seite 673]] vielsaamig; Theophr.; ζῷα, Maneth. 6, 256.
}}
{{elru
|elrutext='''πολύσπερμος:''' [[дающий много семени]], [[многосемянный]] Arst.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πολύσπερμος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> (για φυτά) αυτός που έχει άφθονα σπέρματα, πολύ σπόρο<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που έχει άφθονο σπερματικό [[υγρό]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[γόνιμος]]<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[πολύσπερμος]]<br />[[ονομασία]] φυτού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σπερμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σπέρμα]]), <b>πρβλ.</b> [[γυμνό]]-<i>σπερμος</i>].
|mltxt=-η, -ο / [[πολύσπερμος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> (για φυτά) αυτός που έχει άφθονα σπέρματα, πολύ σπόρο<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που έχει άφθονο σπερματικό [[υγρό]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[γόνιμος]]<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[πολύσπερμος]]<br />[[ονομασία]] φυτού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σπερμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σπέρμα]]), <b>πρβλ.</b> [[γυμνό]]-<i>σπερμος</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''πολύσπερμος:''' [[дающий много семени]], [[многосемянный]] Arst.
}}
}}

Revision as of 15:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύσπερμος Medium diacritics: πολύσπερμος Low diacritics: πολύσπερμος Capitals: ΠΟΛΥΣΠΕΡΜΟΣ
Transliteration A: polýspermos Transliteration B: polyspermos Transliteration C: polyspermos Beta Code: polu/spermos

English (LSJ)

ον, A abounding in seed, Arist.GA 725b29, Thphr.HP6.7.4; πολύσπερμος, ἡ, a plant, Hippiatr.2, GP.17.5.5. II abounding in seminal fluid, Gal.1.339. 2 prolific, Cat. Cod.Astr.1.166, Vett.Val.10.26.

German (Pape)

[Seite 673] vielsaamig; Theophr.; ζῷα, Maneth. 6, 256.

Russian (Dvoretsky)

πολύσπερμος: дающий много семени, многосемянный Arst.

Greek (Liddell-Scott)

πολύσπερμος: -ον, ὁ ἔχων ἄφθονον σπέρμα, σπόρον, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 18, 57, κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύσπερμος, -ον, ΝΜΑ
1. (για φυτά) αυτός που έχει άφθονα σπέρματα, πολύ σπόρο
2. (για πρόσ.) αυτός που έχει άφθονο σπερματικό υγρό
3. μτφ. γόνιμος
4. το θηλ. ως ουσ. η πολύσπερμος
ονομασία φυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -σπερμος (< σπέρμα), πρβλ. γυμνό-σπερμος].