προπώλης: Difference between revisions

From LSJ

Ξυνετὸς πεφυκὼς φεῦγε τὴν κακουργίαν → Valens sagaci mente, quod pravum est, fuge → Wenn du verständig bist, dann flieh die Schlechtigkeit

Menander, Monostichoi, 398
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0742.png Seite 742]] ὁ, Vorkäufer, Unterhändler beim Kauf, Ar. bei Poll. 7, 12.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0742.png Seite 742]] ὁ, Vorkäufer, Unterhändler beim Kauf, Ar. bei Poll. 7, 12.
}}
{{elru
|elrutext='''προπώλης:''' ου ὁ торговый посредник Arph.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />αυτός που πουλάει [[κάτι]] ως [[αντιπρόσωπος]] και για λογαριασμό τρίτου ή αυτός που προμηθεύει αγοραστές στον πωλητή, ο [[μεσίτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[πώλης]]].
|mltxt=ὁ, Α<br />αυτός που πουλάει [[κάτι]] ως [[αντιπρόσωπος]] και για λογαριασμό τρίτου ή αυτός που προμηθεύει αγοραστές στον πωλητή, ο [[μεσίτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[πώλης]]].
}}
{{elru
|elrutext='''προπώλης:''' ου ὁ торговый посредник Arph.
}}
}}

Revision as of 15:32, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προπώλης Medium diacritics: προπώλης Low diacritics: προπώλης Capitals: ΠΡΟΠΩΛΗΣ
Transliteration A: propṓlēs Transliteration B: propōlēs Transliteration C: propolis Beta Code: propw/lhs

English (LSJ)

ου, ὁ, one who buys for another or negotiates a sale, broker, Ar.Fr.707a, Poll.7.12, Vett.Val.4.23.

German (Pape)

[Seite 742] ὁ, Vorkäufer, Unterhändler beim Kauf, Ar. bei Poll. 7, 12.

Russian (Dvoretsky)

προπώλης: ου ὁ торговый посредник Arph.

Greek (Liddell-Scott)

προπώλης: -ου, ὁ, ὁ διαπραγματευόμενος τὴν πώλησίν τινος πράγματος, μεσίτης πωλήσεως, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 669, πρβλ. Πολυδ. Ζ΄, 11 κἑξ., οὕτω, προπωλητής, οῦ, ὁ, ἐν Αἰγυπτ. παπύρῳ ἐκδοθέντι ὑπὸ τοῦ Böckh σ. 5.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που πουλάει κάτι ως αντιπρόσωπος και για λογαριασμό τρίτου ή αυτός που προμηθεύει αγοραστές στον πωλητή, ο μεσίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -πώλης].