Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σημόθετος: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0875.png Seite 875]] mit einem Zeichen versehen, bezeichnet, [[πορεία]], Phani. 3 (VI, 295).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0875.png Seite 875]] mit einem Zeichen versehen, bezeichnet, [[πορεία]], Phani. 3 (VI, 295).
}}
{{elru
|elrutext='''σημόθετος:''' дор. [[σαμόθετος|σᾱμόθετος]] 2 (раз)меченный ([[λεία]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σημόθετος:''' -ον, αυτός πάνω στον οποίο έχει τεθεί ή κολληθεί ένα [[σημάδι]], [[σημαδεμένος]], σε Ανθ.
|lsmtext='''σημόθετος:''' -ον, αυτός πάνω στον οποίο έχει τεθεί ή κολληθεί ένα [[σημάδι]], [[σημαδεμένος]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''σημόθετος:''' дор. [[σαμόθετος|σᾱμόθετος]] 2 (раз)меченный ([[λεία]] Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σημό-θετος, ον,<br />having a [[mark]] set or affixed, Anth.
|mdlsjtxt=σημό-θετος, ον,<br />having a [[mark]] set or affixed, Anth.
}}
}}

Revision as of 15:40, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σημόθετος Medium diacritics: σημόθετος Low diacritics: σημόθετος Capitals: ΣΗΜΟΘΕΤΟΣ
Transliteration A: sēmóthetos Transliteration B: sēmothetos Transliteration C: simothetos Beta Code: shmo/qetos

English (LSJ)

ον, poet. σᾱμο-, placed as a mark, AP6.295 (Phan.).

German (Pape)

[Seite 875] mit einem Zeichen versehen, bezeichnet, πορεία, Phani. 3 (VI, 295).

Russian (Dvoretsky)

σημόθετος: дор. σᾱμόθετος 2 (раз)меченный (λεία Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

σημόθετος: -ον, ὁ ἔχων σημεῖον ἐπιτεθειμένον ἢ προσκεκολλημένον, «σημαδευμένος», Ἀνθ. Π. 6. 295.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. σαμόθετος, -ον, Α
αυτός που έχει πάνω του τοποθετημένο ή προσκολλημένο σημάδι.

Greek Monotonic

σημόθετος: -ον, αυτός πάνω στον οποίο έχει τεθεί ή κολληθεί ένα σημάδι, σημαδεμένος, σε Ανθ.

Middle Liddell

σημό-θετος, ον,
having a mark set or affixed, Anth.