σιτευτής: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />éleveur.<br />'''Étymologie:''' [[σιτεύω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />éleveur.<br />'''Étymologie:''' [[σιτεύω]].
}}
{{elru
|elrutext='''σῑτευτής:''' οῦ ὁ откармливающий животных, скотник Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α [[σιτεύω]]<br />αυτός που εκτρέφει ζώα ή πτηνά με άφθονη [[τροφή]] [[έτσι]] ώστε να παχύνουν.
|mltxt=ὁ, Α [[σιτεύω]]<br />αυτός που εκτρέφει ζώα ή πτηνά με άφθονη [[τροφή]] [[έτσι]] ώστε να παχύνουν.
}}
{{elru
|elrutext='''σῑτευτής:''' οῦ ὁ откармливающий животных, скотник Plut.
}}
}}

Revision as of 15:40, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῑτευτής Medium diacritics: σιτευτής Low diacritics: σιτευτής Capitals: ΣΙΤΕΥΤΗΣ
Transliteration A: siteutḗs Transliteration B: siteutēs Transliteration C: siteftis Beta Code: siteuth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, one who feeds up cattle, etc., Plu.2.750c.

German (Pape)

[Seite 885] ὁ, der Viehmäster, Plut. amat. 4.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
éleveur.
Étymologie: σιτεύω.

Russian (Dvoretsky)

σῑτευτής: οῦ ὁ откармливающий животных, скотник Plut.

Greek (Liddell-Scott)

σῑτευτής: -οῦ, ὁ, ὁ τρέφων κτήνη, κτλ., Πλούτ. 2. 750C.

Greek Monolingual

ὁ, Α σιτεύω
αυτός που εκτρέφει ζώα ή πτηνά με άφθονη τροφή έτσι ώστε να παχύνουν.