συνδιακαίω: Difference between revisions

From LSJ

τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
 
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=consumer avec <i>ou</i> en même temps.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[διακαίω]].
|btext=consumer avec <i>ou</i> en même temps.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[διακαίω]].
}}
{{elru
|elrutext='''συνδιακαίω:''' [[одновременно обжигать]] (συνδιακεκαυμένος καὶ γέμων [[πυρός]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[διακαίω]]<br /><b>παθ.</b> <i>συνδιακαίομαι</i><br />θερμαίνομαι ή καίγομαι εντελώς και ταυτόχρονα με άλλον.
|mltxt=Α [[διακαίω]]<br /><b>παθ.</b> <i>συνδιακαίομαι</i><br />θερμαίνομαι ή καίγομαι εντελώς και ταυτόχρονα με άλλον.
}}
{{elru
|elrutext='''συνδιακαίω:''' [[одновременно обжигать]] (συνδιακεκαυμένος καὶ γέμων [[πυρός]] Plut.).
}}
}}

Latest revision as of 15:50, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνδιακαίω Medium diacritics: συνδιακαίω Low diacritics: συνδιακαίω Capitals: ΣΥΝΔΙΑΚΑΙΩ
Transliteration A: syndiakaíō Transliteration B: syndiakaiō Transliteration C: syndiakaio Beta Code: sundiakai/w

English (LSJ)

burn or heat through at the same time, Plu.2.752d (Pass.).

German (Pape)

[Seite 1007] (s. καίω), mit od. zugleich erhitzen, übertr., συνδιακεκαυμένος καὶ γέμων πυρός, Plut. amator. 6.

French (Bailly abrégé)

consumer avec ou en même temps.
Étymologie: σύν, διακαίω.

Russian (Dvoretsky)

συνδιακαίω: одновременно обжигать (συνδιακεκαυμένος καὶ γέμων πυρός Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

συνδιακαίω: ἐντελῶς καίωθερμαίνω συγχρόνως, Πλούτ. 2. 752D.

Greek Monolingual

Α διακαίω
παθ. συνδιακαίομαι
θερμαίνομαι ή καίγομαι εντελώς και ταυτόχρονα με άλλον.