σωφρονητικός: Difference between revisions

From LSJ

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><i>c.</i> [[σωφρονικός]].<br />'''Étymologie:''' [[σωφρονέω]].
|btext=ή, όν :<br /><i>c.</i> [[σωφρονικός]].<br />'''Étymologie:''' [[σωφρονέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''σωφρονητικός:''' Xen. v. l. = [[σωφρονικός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 13: Line 16:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σωφρονητικός:''' -ή, -όν, = [[σωφρονικός]], σε Ξεν.
|lsmtext='''σωφρονητικός:''' -ή, -όν, = [[σωφρονικός]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''σωφρονητικός:''' Xen. v. l. = [[σωφρονικός]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[σωφρονητικός]], ή, όν = [[σωφρονικός]], Xen.]
|mdlsjtxt=[[σωφρονητικός]], ή, όν = [[σωφρονικός]], Xen.]
}}
}}

Revision as of 15:55, 3 October 2022

German (Pape)

[Seite 1062] ή, όν, = σωφρονικός; τὸ σωφρ. im Ggstz von ὑβριστικόν, Xen. Mem. 3, 10, 5, = σωφροσύνη.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
c. σωφρονικός.
Étymologie: σωφρονέω.

Russian (Dvoretsky)

σωφρονητικός: Xen. v. l. = σωφρονικός.

Greek (Liddell-Scott)

σωφρονητικός: -ή, -όν, ἴδε σωφρονικός.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α σωφρονῶ
σωφρονικός.

Greek Monotonic

σωφρονητικός: -ή, -όν, = σωφρονικός, σε Ξεν.

Middle Liddell

σωφρονητικός, ή, όν = σωφρονικός, Xen.]