σωφρονητικός: Difference between revisions
From LSJ
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br /><i>c.</i> [[σωφρονικός]].<br />'''Étymologie:''' [[σωφρονέω]]. | |btext=ή, όν :<br /><i>c.</i> [[σωφρονικός]].<br />'''Étymologie:''' [[σωφρονέω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σωφρονητικός:''' Xen. v. l. = [[σωφρονικός]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 13: | Line 16: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σωφρονητικός:''' -ή, -όν, = [[σωφρονικός]], σε Ξεν. | |lsmtext='''σωφρονητικός:''' -ή, -όν, = [[σωφρονικός]], σε Ξεν. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[σωφρονητικός]], ή, όν = [[σωφρονικός]], Xen.] | |mdlsjtxt=[[σωφρονητικός]], ή, όν = [[σωφρονικός]], Xen.] | ||
}} | }} |
Revision as of 15:55, 3 October 2022
German (Pape)
[Seite 1062] ή, όν, = σωφρονικός; τὸ σωφρ. im Ggstz von ὑβριστικόν, Xen. Mem. 3, 10, 5, = σωφροσύνη.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
c. σωφρονικός.
Étymologie: σωφρονέω.
Russian (Dvoretsky)
σωφρονητικός: Xen. v. l. = σωφρονικός.
Greek (Liddell-Scott)
σωφρονητικός: -ή, -όν, ἴδε σωφρονικός.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α σωφρονῶ
σωφρονικός.
Greek Monotonic
σωφρονητικός: -ή, -όν, = σωφρονικός, σε Ξεν.
Middle Liddell
σωφρονητικός, ή, όν = σωφρονικός, Xen.]