ενζεύγνυμι: Difference between revisions

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
(12)
 
m (Text replacement - "ταῡρ" to "ταῦρ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐνζεύγνυμι]] και ἐνζευγνύω και ποιητ. τ. [[ἐνιζεύγνυμι]], ἐνιζευγύω (Α) [[ζεύγνυμι]]<br /><b>1.</b> [[δένω]] με [[δεσμά]], [[προσδένω]], [[εμπλέκω]], [[σφιχτοδένω]]<br /><b>2.</b> <b>(ειδ.)</b> [[ζεύω]], [[βάζω]] στον [[ζυγό]] («ἐνιζευχθέντες ταῡροι», Απολλ. Ρόδ.)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[μπερδεύω]], [[δένω]] κάποιον, τον [[εμπλέκω]] [[μέσα]] σε [[κάτι]] («ἀνάγκαις ταῑσδ' ἐνέζευγμαι [[τάλας]]», <b>Αισχ.</b>).
|mltxt=[[ἐνζεύγνυμι]] και ἐνζευγνύω και ποιητ. τ. [[ἐνιζεύγνυμι]], ἐνιζευγύω (Α) [[ζεύγνυμι]]<br /><b>1.</b> [[δένω]] με [[δεσμά]], [[προσδένω]], [[εμπλέκω]], [[σφιχτοδένω]]<br /><b>2.</b> <b>(ειδ.)</b> [[ζεύω]], [[βάζω]] στον [[ζυγό]] («ἐνιζευχθέντες ταῦροι», Απολλ. Ρόδ.)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[μπερδεύω]], [[δένω]] κάποιον, τον [[εμπλέκω]] [[μέσα]] σε [[κάτι]] («ἀνάγκαις ταῑσδ' ἐνέζευγμαι [[τάλας]]», <b>Αισχ.</b>).
}}
}}

Revision as of 16:04, 3 October 2022

Greek Monolingual

ἐνζεύγνυμι και ἐνζευγνύω και ποιητ. τ. ἐνιζεύγνυμι, ἐνιζευγύω (Α) ζεύγνυμι
1. δένω με δεσμά, προσδένω, εμπλέκω, σφιχτοδένω
2. (ειδ.) ζεύω, βάζω στον ζυγό («ἐνιζευχθέντες ταῦροι», Απολλ. Ρόδ.)
3. μτφ. μπερδεύω, δένω κάποιον, τον εμπλέκω μέσα σε κάτι («ἀνάγκαις ταῑσδ' ἐνέζευγμαι τάλας», Αισχ.).