χασμώδης: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιον εὖ πράττοντα μεμνῆσθαι θεοῦ → Die tuenda memoria in rebus bonis → Wenn es dir gut geht, denk an Gott, dies ist gerecht

Menander, Monostichoi, 118
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες:<br />sujet aux bâillements ; somnolent, nonchalant;<br />τὸ χασμῶδες PLUT la nonchalance.<br />'''Étymologie:''' [[χάσμη]], -ωδης.
|btext=ης, ες:<br />sujet aux bâillements ; somnolent, nonchalant;<br />τὸ χασμῶδες PLUT la nonchalance.<br />'''Étymologie:''' [[χάσμη]], -ωδης.
}}
{{elru
|elrutext='''χασμώδης:''' [[постоянно зевающий]], [[сонливый]], [[вялый]] Diog. L.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ῶδες, Α [[χάσμη]]<br /><b>1.</b> αυτός που χασμουριέται διαρκώς<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ χασμῶδες</i><br />α) συνεχές [[χασμουρητό]]<br />β) [[διαρκής]] [[νωθρότητα]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «τὸ χασμῶδες τῶν φωνηέντων»<br /><b>γραμμ.</b> [[χασμωδία]] (Απολλ. Δύσκ.).
|mltxt=-ῶδες, Α [[χάσμη]]<br /><b>1.</b> αυτός που χασμουριέται διαρκώς<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ χασμῶδες</i><br />α) συνεχές [[χασμουρητό]]<br />β) [[διαρκής]] [[νωθρότητα]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «τὸ χασμῶδες τῶν φωνηέντων»<br /><b>γραμμ.</b> [[χασμωδία]] (Απολλ. Δύσκ.).
}}
{{elru
|elrutext='''χασμώδης:''' [[постоянно зевающий]], [[сонливый]], [[вялый]] Diog. L.
}}
}}

Revision as of 16:50, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χασμώδης Medium diacritics: χασμώδης Low diacritics: χασμώδης Capitals: ΧΑΣΜΩΔΗΣ
Transliteration A: chasmṓdēs Transliteration B: chasmōdēs Transliteration C: chasmodis Beta Code: xasmw/dhs

English (LSJ)

ες, A always yawning, D.L.4.32; τὸ χ. listlessness, Plu.2.92d. II τὸ χ. τῶν φωνηέντων hiatus, A.D.Pron.50.11.

German (Pape)

[Seite 1340] ες, immer oder gewöhnlich gähnend, schläfrig, träge; D. L. 4, 32; Plut. de cap. ex host. ut. g. E.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
sujet aux bâillements ; somnolent, nonchalant;
τὸ χασμῶδες PLUT la nonchalance.
Étymologie: χάσμη, -ωδης.

Russian (Dvoretsky)

χασμώδης: постоянно зевающий, сонливый, вялый Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

χασμώδης: -ες, (εἶδος) ὁ ἀεὶ χασμώμενος, ὑπνώδης, ὃν καὶ ἔσκωψε νωθρὸν ὄντα καὶ χασμώδη Διογ. Λ. 4. 32· τὸ χασμῶδες καὶ ῥᾴθυμον, τὸ ἀπρόθυμον, ἐνδοιαστικόν, Πλούτ. 2. 92C.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α χάσμη
1. αυτός που χασμουριέται διαρκώς
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ χασμῶδες
α) συνεχές χασμουρητό
β) διαρκής νωθρότητα
3. φρ. «τὸ χασμῶδες τῶν φωνηέντων»
γραμμ. χασμωδία (Απολλ. Δύσκ.).